Kλινικά νεκρή μοιάζει να είναι η συμφωνία με την αζέρικη SOCAR για την αποκρατικοποίηση του ΔΕΣΦΑ ενώ όπως δείχνουν οι νεότερες δηλώσεις σε «ψυχροπολεμικό» κλίμα από τα εμπλεκόμενα μέρη, για τη πώληση του 66% του Διαχειριστή Φυσικού Αερίου τίποτα δεν μαρτυρά πρόοδο και οι δυο πλευρές δύσκολα θα δώσουν τα χέρια. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας Πάνος Σκουρλέτης και η SOCAR, εδώ και έναν μήνα έχουν κατεβάσει τα τηλέφωνα.
Η αντιπαράθεση των δύο πλευρών ξεκίνησε όταν οι αζέροι αισθάνθηκαν ότι υπήρξε μονομερής ενέργεια από ελληνικής πλευράς στο διαγωνισμό με τροπολογία που ψηφίστηκε στα τέλη Ιουλίου με την οποια τροποποιείται η περιουσιακή βάση του ΔΕΣΦΑ, (δηλαδή, ότι το ελληνικό δημόσιο τροποποίησε τον κανονισμό τιμολόγησης των υπηρεσιών του πάνω στον οποίο στηρίχθηκε και η προσφορά των 400 εκατ. ευρώ που κατέθεσαν το 2013) η οποία όμως όπως υποστηρίζει ο κ. Σκουρλέτης προστατεύει τα ελληνικά νοικοκυριά και την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή από υπέρογκες αυξήσεις στα τέλη φυσικού αερίου.
«Δεν είχαμε την παραμικρή επικοινωνία με τον κ. Σκουρλέτη από την ημέρα της ψήφισης στη Βουλή της επίμαχης ρύθμισης» λέει ο Αναρ Μαμάντοφ που χειρίστηκε επί τρία χρόνια την υπόθεση, αναφερόμενος στη διάταξη με την οποία στα τέλη Ιουλίου τροποποιήθηκε – μονομερώς, κατά τους Αζέρους, η περιουσιακή βάση του ΔΕΣΦΑ, περιορίζοντας τα ανακτήσιμα έσοδά του.
Σχετικά με την τύχη της ιδιωτικοποίησης, που έχει τραβήξει τρία χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλη, ο Μαμάντοφ εξηγεί ότι «η εγγυητική επιστολή της SOCAR λήγει στα τέλη Σεπτεμβρίου», ενώ προσθέτει ότι «είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε προτάσεις από την ελληνική κυβέρνηση που θα διορθώσουν την κατάσταση».
Ο κ. Σκουρλέτης πάντως δήλωσε πρόσφατα ότι “εναπόκειται στους Αζέρους να αποφασίσουν τι θέλουν και τι μπορούν να κάνουν” και συνέχισε: “εμείς με την τροπολογία μας για τα τέλη διέλευσης φυσικού αερίου δεν έχουμε παρέμβει στους όρους του διαγωνισμού, απλώς μετά την προτροπή της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας αποτρέψαμε την αύξηση των τελών χρήσης του δικτύου κατά 68%, προστατεύοντας την εγχώρια παραγωγή και τα νοικοκυριά”.
Στην ερώτηση τι θα γίνει αν ναυαγήσει ο διαγωνισμός, ο υπουργός είχε πει χαρακτηριστικά: “Αν ο διαγωνισμός ναυαγήσει, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά. Ουδέν κακόν αμιγές καλού”.
Oι Αζέροι θεωρούν πως η όποια προσπάθεια να διορθωθεί το πρόβλημα πρέπει να προέλθει από την πλευρά που το δημιούργησε, δηλαδή την ελληνική.
Το deal όμως οδηγείται σε ναυάγιο για άλλους λόγους. Οπως είχε δηλώσει τον Ιούλιο στη Βουλή ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και πρώην υπουργός Γιάννης Μανιάτης: «ήδη από τον περασμένο Μάρτιο το υπουργείο Ενέργειας, ο ΔΕΣΦΑ και η SOCAR είχαν συμφωνήσει ότι οι υπέρογκες αυξήσεις στα τέλη χρήσης δικτύου δεν θα εφαρμόζονταν και ότι θα μπορούσε να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος και να προχωρήσει η πώληση της εταιρείας».
Επομένως, σύμφωνα πάντα με αυτήν τη συλλογιστική, το ναυάγιο της συμφωνίας μεθοδεύτηκε επιτυχώς από την κυβέρνηση επειδή εξυπηρετεί το δικό της σχέδιο για τον ΔΕΣΦΑ. Να διατηρήσει δηλαδή το Δημόσιο την πλειοψηφία των μετοχών του Διαχειριστή και – αντιγράφοντας την περίπτωση ΑΔΜΗΕ – να πουλήσει σε στρατηγικό επενδυτή ένα μικρό μόνο ποσοστό (π.χ. 20%-25%).
Το υπουργείο εκτιμά ότι έτσι επιτυγχάνεται τόσο η μνημονιακή δέσμευση απέναντι στους δανειστές για αποκρατικοποίηση της εταιρείας όσο και η γνωστή θέση της κυβέρνησης «να μείνουν τα δίκτυα κρίσιμων υποδομών υπό δημόσιο έλεγχο». Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να λήξει η εγγυητική της SOCAR (τέλη Σεπτεμβρίου), δίχως να ανανεωθεί, καθώς επίσης να δώσουν και οι θεσμοί το δικό τους ΟΚ στο ελληνικό σχέδιο.
Οσον αφορά τον αγωγό ΤΑP παρά τα προβλήματα που υπάρχουν με το ΔΕΣΦΑ ο υπουργος κ. Σκουρλέτης ξακαθάρισε χθες πως: «Είναι δυο διαφορετικά ζητήματα. Μην τα μπερδεύετε. Ο αγωγός TAP είναι ένα πολύ μεγάλο έργο που -μαζί και με άλλα έργα τα οποία συνδυάζονται με την κατασκευή του όπως λ.χ. ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός, ο πλωτός σταθμός Αλεξανδρούπολης– δίνει τη δυνατότητα να μετατραπεί η χώρα μας σε ένα περιφερειακό ενεργειακό κόμβο. Και νομίζω ότι τα πάμε πάρα πολύ καλά σε αυτή την κατεύθυνση και ήδη το έργο αυτό υλοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς.
Από κει και πέρα μέσα από τις δρομολογημένες από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ιδιωτικοποιήσεις και αυτές που είχαμε δεσμευτεί και εμείς, όπως αυτή του ΔΕΣΦΑ, δηλαδή του διαχειριστή του εθνικού αγωγού του φυσικού αερίου εμείς χωρίς να παρεμβαίνουμε στους χώρους του διαγωνισμού αυτού, με βάση τις δυνατότητες που μας δίνει το ισχύον νομικό πλαίσιο αποτρέψαμε με νομοθετική ρύθμιση τις υπέρογκες αυξήσεις στα τέλη δικτύου φυσικού αερίου που θα δημιουργούσαν προβλήματα στα νοικοκυριά και κυρίως στην εγχώρια παραγωγή. Θα υπονομεύανε δηλαδή την εναπομείνασα βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα. Αν αυτό δεν αρέσει στους υποψήφιους επενδυτές, νομίζω ότι αρέσει στους Έλληνες καταναλωτές, στα νοικοκυριά και στις ελληνικές επιχειρήσεις».
Αυτό που εννοεί ο υπουργός είναι ότι αν δεν περιόριζε τα ανακτήσιμα από το παρελθόν έσοδα του ΔΕΣΦΑ, τότε αυτά θα μετακυλίονταν στα τέλη χρήσης δικτύου, επιβαρύνοντας κυρίως τη βιομηχανία με σημαντικές αυξήσεις.