Λίγοι, ίσως, θα θυμούνται την ταινία του 1967 του Μιχάλη Κακογιάννη “Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά”, στην οποία σ’ ένα ξεχασμένο φανταστικό νησί του μέλλοντος συντρίβεται ένα αεροπλάνο, που μεταφέρει πυρηνικά.
Οι άντρες των μυστικών στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ μεταμφιεσμένοι σε τουριστικούς πράκτορες κατακλύζουν το νησί και μαζί τους κατακλύζει το νησί και ο τουρισμός.
Τελικά, το κιβώτιο βρέθηκε από ένα βοσκό, που το έρριξε στη θάλασσα με αποτέλεσμα τη μόλυνσή της.
Σήμερα, έρριξαν πάλι τα “πυρηνικά” απόβλητα των φασιστικών απαιτήσεων των δανειστών για τα προαπαιτούμενα και τα εμπροσθοβαρή λεγόμενα μέτρα της ασύμμετρης λαοκτονίας στο βούρκο της δημοκρατίας με δόλωμα την ελάφρυνση του χρέους και αλεξίπτωτο ένα νομοσχέδιο για την αλιεία.
Κι’ έτσι η γαλέρα των σκλάβων μπορεί να αρμενίζει στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ της Ευρώπης των προαπαιτούμενων οικονομικών νεοφασιστών και εμπροσθοβαρών πολιτικών νεοναζιστών.
Πνιγμένοι σ’ αυτό το Αρχιπέλαγος μπορούμε να προειδοποιήσουμε τα ψάρια, τα αφρόψαρα, τους ψαράδες και τους ψαρέμπορους της εξουσίας με τα λόγια του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, πως αυτή η δύναμή τους τους επάνω μας διαρκεί μέχρι τη στιγμή που θα μας πάρουν τα πάντα και από τη στιγμή που θα μας αφήσουν χωρίς τίποτα θα μας χάσουν, γιατί θα ήμαστε ελεύθεροι.
Επιτέλους,
“Τραβήξτε, βγάλτε από όλους μας αυτό το καταϊδρωμένο και βρώμικο πουκάμισο (το πουκάμισο της ΕΕ), που έχει κιόλας πάνω του τόσο αίμα, ώστε δεν αφήνει να πάρει ανάσα το ζωντανό σώμα του έθνους μας” (Αλεξάντερ Σολζενίτσιν)
ή με την πνευματική παρακαταθήκη του Άγγελου Σικελιανού
“Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τί, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου” (Πνευματικὸ Ἐμβατήριο).
ΔΑ