Η ακρίβεια στις επιχειρήσεις προσβολής στόχων στο έδαφος υπήρξε πάντα μια αναγκαιότητα στο πεδίο της μάχης, παλαιό και νέο. Σήμερα, η ακρίβεια προσβολής είναι ζητούμενο και για τους πολιτικούς προϊσταμένους των Ενόπλων Δυνάμεων, διότι με την ελαχιστοποίηση των παράπλευρων ή των φίλιων απωλειών περιορίζεται και το πολιτικό κόστος. Έτσι, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση «κηδεμονίας» και πίεσης των πολιτικών προς τους στρατιωτικούς για μηδενικές παράπλευρες απώλειες. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, η πολιτική πίεση δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά αγγίζει και την ανώτερη και ανώτατη πολιτική ηγεσία. Για παράδειγμα, στον πόλεμο του Ιράκ, το 2003, η Γαλλία και η Γερμανία, μεταξύ άλλων κρατών, αρνήθηκαν κάθε συνδρομή στον πόλεμο από το φόβο του πολιτικού κόστους και της εσωτερικής κοινής γνώμης.
Πέρα από το εσωτερικό μέτωπο, υπάρχουν και οι διεθνείς συνθήκες και τα δεσμευτικά πρωτόκολλα, όπως η Συνθήκης της Γενεύης, σχετικά με τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Σε επίπεδο διακρατικών ή πολυεθνικών πολεμικών επιχειρήσεων, τέτοιου είδους συνθήκες και συμφωνίες μπορεί να δημιουργήσουν επιχειρησιακά ζητήματα. Για παράδειγμα στις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, όπου τα μαχητικά αεροσκάφη της Αυστραλίας τελούσαν υπό τις διαταγές των ΗΠΑ, πριν από τις επιχειρήσεις Αυστραλοί νομικοί έλεγχαν εάν οι προεπιλεγμένοι στόχοι ήταν συμβατοί με τους όρους και τις διατάξεις της Συνθήκης της Γενεύης, δηλαδή εάν ο στόχος μπορεί να προσβληθεί με τις μικρότερες δυνατές παράπλευρες απώλειες.
Το παράδειγμα της Αυστραλίας δεν είναι μοναδικό. Εφόσον, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, θα πρέπει να πλήττονται οι σωστοί στόχοι με τον σωστό αριθμό βλημάτων, το ζήτημα της ακρίβειας προσβολής ξεπερνά τα όρια της στρατιωτικής δικαιοδοσίας και άπτεται της πολιτικής.
Η αύξηση του ενδιαφέροντος για βόμβες ακριβείας φαίνεται και από την ραγδαία αύξηση των δαπανών για την προμήθεια τέτοιων συστημάτων. Για παράδειγμα, από το 2001 έως και το 2009, το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας έχει δαπανήσει το ποσό των $ 14,4 δισεκατομμυρίων για την προμήθεια πάνω από 2.000.000 βομβών ακριβείας! Μάλιστα, από το 2010 μέχρι σήμερα η ζήτηση για βόμβες ακριβείας έχει αυξηθεί κατακόρυφα, σε σχέση με την περίοδο 2001-2009. Ο λόγος είναι απλός: Σήμερα, καμία χώρα του κόσμου δεν εφαρμόζει τακτικές μαζικού βομβαρδισμού, εποχής Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διότι το πολιτικό και επιχειρησιακό κόστος μιας τέτοιας επιλογής είναι τεράστιο. Ωστόσο, παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας, δεν είναι δυνατό κάθε βόμβα ακριβείας να πετυχαίνει το στόχο της. Ακόμα και με τη χρήση εξελιγμένων συστημάτων στόχευσης, είναι βέβαιο ότι κάποιες βόμβες θα αστοχήσουν και θα προκαλέσουν παράπλευρες ή φίλιες απώλειες.
Οι βόμβες ακριβείας έλκουν την καταγωγή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Τότε, οι πρώτες βόμβες καθοδήγησης λέιζερ (LGB : Laser Guided Bomb) χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε πραγματικές συνθήκες μάχης (Paveway I). Οι πρώτες βόμβες LGB παρουσίασαν σοβαρά μειονεκτήματα ως προς την ακρίβεια τους, η οποία επηρεαζόταν από τις κακές καιρικές συνθήκες, τον έντονο καπνό, την ομίχλη κ.ά.
Στην δεκαετία του 1990, οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις επέτρεψαν την ενσωμάτωση συστημάτων καθοδήγησης GPS (Global Positioning System), τα οποία βελτίωσαν, σε μεγάλο βαθμό, την ακρίβεια. Οι βόμβες καθοδήγησης GPS, όπως είναι οι JDAM (Joint Direct Attack Munitions) της αμερικανικής Boeing, οι Paveway της Raytheon, οι AASM (Armement Air-Sol Modulaire) της γαλλικής SAFRAN ή οι SPICE της ισραηλινής RAFAEL, είναι ανεπηρέαστες από τον καπνό ή τη συννεφιά και προσφέρουν δυνατότητα προσβολής όλο το εικοσιτετράωρο, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών. Ωστόσο οι βόμβες, που χρησιμοποιούν καθοδήγηση GPS, επιτυγχάνουν εξαιρετική ακρίβεια, κατά σταθερών στόχων, όταν καθοδηγούνται από ακριβή δεδομένα στόχευσης. Μειονεκτούν, όμως, σε σχέση με τα βλήματα LGB, ως προς την προσβολή κινούμενων στόχων, απόρροια του φαινομένου TLE (Target Location Error), το οποίο εμφανίζουν όλα τα βλήματα που χρησιμοποιούν καθοδήγηση GPS.
Σε μια προσπάθεια εξάλειψης του μειονεκτήματος αυτού, έχει υιοθετηθεί ο συνδυασμός χρήσης συστημάτων GPS με συστήματα αδρανειακής πλοήγησης (INS : Inertial Navigation System). Με αυτή τη μέθοδο, η βόμβα εξαπολύεται και κινείται προς το στόχο με βάση τις συντεταγμένες που παρέχουν οι δορυφόροι GPS, ενώ κατά την τερματική φάση καθοδηγείται προς τον στόχο με δέσμη λέιζερ. Ομοίως, εάν η βόμβα εξαπολυθεί και κινείται προς το στόχο με τη χρήση δέσμης λέιζερ, αλλά στη συνέχεια οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την ακριβή προσβολή του επιλεγμένου στόχου, τότε η βόμβα στρέφεται στην καθοδήγηση GPS. Αλλά ακόμα και εάν η καθοδήγηση GPS αποτύχει, τότε, ως έσχατο μέτρο, η βόμβα χρησιμοποιεί το σύστημα INS.
Οι βόμβες προσβολής ακριβείας είναι φτηνά όπλα και με εξαιρετική απόδοση κόστους-οφέλους. Η χώρα μας, η οποία διαθέτει βόμβες προσβολής ακριβείας, θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά τη διεύρυνση του αποθέματος της ως μιας πρώτης τάξεως ευκαιρίας και ως ένα ακόμα μέτρο αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής.