ΟΙ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Ἒχομε ξαναπεῖ ὃτι τό μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀρχαίας καί σύγχρονης καθομιλουμένης, ἒγκειται στό ὃτι παράγει ἀενάως λέξεις. Ὃσο πιό πολλές λέξεις ξέρει κανείς, τόσο πιό εὒστοχα μπορεῖ νά ἐκφράζεται, νά διατυπώνει ἰδέες καί λογισμούς, νά εἰσδύει στήν ούσία τοῦ ἀντικειμένου πού ὀνοματοθετεῖ καί νά δημιουργεῖ τέχνη, πολιτισμό, θέατρο, ἐπιστῆμες κλπ.
Μιά τέτοια γλῶσσα εἶναι φυσικό νά ἐνοχλεῖ τούς παγκοσμιοποιητές, οἱ ὁποῖοι ὁραματίζονται νά διαβουκολεύουν λαούς-πρόβατα, χωρίς γλῶσσα, χωρίς ἱστορία, χωρίς ἰδανικά, χωρίς ἠθικές ἀξίες, χωρίς πρωτοβουλίες, ἀλλά ἂβουλους ἀκολουθητές τῶν δῆθεν μοντέρνων ἀντιλήψεών τους, διότι ἀπό τώρα σπεύδουν νά τούς χαρακτηρίσουν ὡς <<ἂχρηστους καταναλωτές>> (useless eaters). Δέν εἶναι τυχαῖο ὃτι ὁ Ὂργουελ στό διάσημο βιβλίο του <<1984>> προέβλεπε ὃτι θά δημιουργηθεῖ μία γλῶσσα ὀνόματι <<ἂγκσος>> μέ τίς λιγώτερες δυνατές ἐκφραστικές δυνατότητες, χωρίς γραμματική, χωρίς χρόνους ρημάτων, χωρίς μέρη τοῦ λόγου, μέ πενιχρό λεξιλόγιο, τό ἐντελῶς ἀπαραίτητο στά ἀνθρώπινα ὂντα νά συνεννοοῦνται στοιχειωδῶς, ἀλλά, κυρίως, νά ὑπακούουν στά κελεύσματα τῶν ἐξουσιαστῶν τους.
Οἱ ξένοι εἶναι τόσο μαγεμένοι ἀπό τήν ἑλληνική γλῶσσα, ὣστε πολλές φορές παραλαμβάνουν καί χρησιμοποιοῦν αὐτούσιες τίς ἑλληνικές λέξεις, ὃπως crisis, diagnosis, criterion, phenomenon, pandemonium, epidermis, epiglottis, epidemic, astragal, asthma,, anosmia, dialect, ego καί χιλιάδες ἂλλες, πού δέν χρειάζεται οὒτε κάν νά μεταφράσουμε. Ἀς ἀρχίσουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τό παιχνίδι τῶν ἑλληνικῶν λέξεων, πῶς παράγονται, πῶς ἐτυμολογοῦνται καί πῶς δημιουργοῦν πλῆθος ἂλλων λέξεων, πού καταδεικνύουν τήν ἀνωτερότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἒναντι ὃλων τῶν ἂλλων εὐρωπαϊκῶν καί ἂλλων γλωσσῶν.
ΤΟ ΒΥΣΜΑ
Εἶναι συνήθης στά σημερινά πολιτικά ἢθη πού ζοῦμε ἡ ἒκφραση:<<Αὐτός ἒχει βύσμα>>. Ὁ λέξη βύσμα ἒχει ταυτισθεῖ στήν πολιτική μέ τήν ἂγρα ψήφων, τό ρουσφέτι καί τούς διορισμούς <<ἡμετέρων>>, ἀλλά ἒχομε τήν ἐντύπωση ὃτι ἡ λέξη προέρχεται ἀπό τήν τεχνολογία. Ὃμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ἂλλη. Ὁποιοδήποτε καλώδιο (ὑποκοριστικό τῆς ἀρχαίας λέξεως κάλος, πού σημαίνει σχοινί) εἰσχωρεῖ σέ ὑποδοχή συσκευῆς ἠλεκτρικῆς ἢ ἠλεκτρονικῆς ἢ τηλεπικοινωνιακῆς, λέγεται βύσμα. Καί ἒχομε τήν ἐντύπωση ὃτι εἶναι μία σύγχρονη λεκτική ἐπινόηση. Ὃμως δέν εἶναι. Τό βύσμα εἶναι πανάρχαια λέξη καί προέρχεται ἀπό τό τό ρῆμα βύω (καί βυνέω), πού σημαίνει στουπώνω, βουλώνω, κλείνω, φράσσω. Ἑπομένως τό βύσμα στήν νεοελληνική ἒχει πάρει τήν ἒννοια τοῦ πολιτικοποιημένου καταφερτζῆ, πού διεισδύει στόν δημόσιο τομέα ὑποσκελίζοντας ἂλλους, κι ἀς ἒχουν περισσότερα προσόντα ἀπό αὐτόν. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἐπειδή ἒχει βύσμα πολιτικό, στρατιωτικό, δικαστικό ἢ ἂλλου μεγαλοσχήμονος τοῦ δημοσίου βίου. Κι ἒτσι πάει περίπατο ἡ ἀξιοκρατία, ἐνῶ ἒτσι, μέ τά πολλά βύσματα, ὑποβαθμίζεται κάθε προσπάθεια ἀναβάθμισης τῶν πολιτικῶν ἠθῶν καί παγιώσεως τῆς δημοκρατίας. Τό μαζί τά φάγαμε τοῦ Πάγκαλου ἒμεινε παροιμιῶδες καί χαρακτηριστικό τῶν πελατειακῶν σχέσεων πολιτικῶν καί πολιτῶν.
Ο ΦΩΡΙΑΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Ὃλοι ἒχομε στά γραφεῖα μας ἢ στά σπίτια μας φωριαμούς. Λίγοι ὃμως γνωρίζουν ὃτι ὁ φωριαμός εἶναι λέξη ὁμηρική. Ἀπό φωριαμό παίρνει ἡ Ἑκάβη κατ᾽ ἐντολή τοῦ γιοῦ της Ἓκτορος, πέπλους γιά νά τούς ἀφιερώσει στήν θεά Ἀθηνᾶ. Ἀπό φωριαμούς παίρνει καί ὁ Πρίαμος τά δῶρα, κυρίως ρουχισμό σέ δωδεκάδες, πού ἒδωσε στόν Ἀχιλλέα γιά νά λυτρώσει τόν νεκρό τοῦ Ἓκτορος. Ἡ λέξη παράγεται ἀπό τό φώρ, γενική φωρός καί σημαίνει κλέφτης. Στόν ἀρχαῖο Πειραιᾶ καί μέχρι στούς καιρούς μας, ὑπῆρχε ἓνα ἀπομακρυσμένο λιμάνι πού λεγόταν λιμήν τῶν φωρῶν, δηλαδή λιμάνι τῶν κλεπτῶν καί τῶν λαθρεμπόρων, πού βρισκόταν λίγο πιό πέρα ἀπό τά σημερινά Λιπάσματα, καί κάποιοι τό λένε <<Κλεφτολίμανο>>. Ἐκεῖ κατέφευγαν ὃλοι οἱ παράνομοι ναυτικοί καί καραβοκύρηδες για να κρύψουν τά ἐμπορεύματα γιά νά ἀποφύγουν τούς δασμούς.
Ἑπομένως ὁ φωριαμός εἶναι τό ντουλάπι ὃπου κλείνονται καί προφυλάσσονται διάφορα ἀντικείμενα πολύτιμα. Ὃμως ἡ λέξη φώρ δίνει καί μία ἂλλη καθημερινῆς χρήσεως λέξη. Τό αὐτόφωρον, πού σημαίνει ὃτι ὁ δράστης ὁ ἲδιος (αὐτός) κατελήφθη νά κλέβη. Στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰῶνα, πού ἒγραφαν ἀκόμη στήν καθαρεύουα, ἂν καί μιλοῦσαν στήν δημοτική, ἒλεγαν: Ἐφωράθη κλέπτων ὀπώρας, δηλαδή κατελήφθη νά κλέβη φροῦτα.
Τό ἀρχαῖο ρῆμα πού δίνει ὃλες αὐτές τίς λέξεις εἶναι τό φωράω, πιθανότατα ἂλλος τύπος τοῦ ρήματος φέρω πού ἀπαντᾶται καί μέ τόν τύπο φορέω, πού σημαίνει φέρω, μεταφέρω διαρκῶς ἢ συχνά, ἑπομένως φορῶ. Οἱ ὁδηγοί δικύκλων πρέπει κατά τόν νόμο νά φέρουν κράνη, δηλαδή νά τά φοροῦν καί ὂχι νά τά ἒχουν περασμένα στά χέρια τους. Καί ναί μέν γλυτώνουν ἀπό τήν βεβαίωση τῆς παραβάσεως τοῦ ΚΟΚ, ἐπειδή οὒτε ἐκεῖνοι οὒτε τά ἀστυνομικά ὂργανα γνωρίζουν ὃτι φέρω=φορῶ, ἀλλά τελικά χάνουν ἐνδεχομένως τήν ζωή τους σέ περίπτωση ἀτυχήματος. Καί δυστυχῶς μεταφέρονται ἀπό τό νοσοκομεῖο μέ φέρτρον (λέξη ὁμηρική κι αὐτή), δηλαδή τό γνωστό μας φέρετρο, λέξη πού κατάγεται κι αὐτή ἀπό τό φέρω. Αὐτό τό φέρετρο λέγεται καί σορός, πού οἱ σύγχρονοι Ἓλληνες δημοσιογράφοι ταύτισαν αὐθαίρετα καί λανθασμένα μέ τόν νεκρό, τό πτῶμα.