ΠΑΤΗΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΜΕΝΟΥ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ, Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

ΑΡΘΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ. - 6 Ιαν 2023 - 20:38

Ἐπιμέλεια: Κων/νου Ἡρ. Δεσπότη

 

ΙΩΑΝΝΙΝΑ  2023

Εἰσαγωγικά

 

Ἡ Ὀρθοδοξία μας δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἡ «Ἰατρική ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη», ὅ- πως ὡραῖα τήν χαρακτηρίζει ὁ ρβ΄, (102), Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνό-δου. Εἶναι κατά ἀλήθεια ἰατρική ἐπιστήμη, πού μέ Ἀρχίατρο – Θεραπευτή τόν Χρι-στό[1]. Εἶναι ὁ «ἄριστος ἰατρός», «μέγιστος τῶν ἰατρῶν», «λίαν ἔμπειρος ἰατρός», «ὁ ἐμπειρότατος πάντων τῶν ἰατρῶν», «ἀληθής ἰατρός[2]». Θεραπεύει τόν ὅλο ἄνθρωπο μέ συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, συγκεκριμένα φάρμακα καί ἀγωγή.Ἐννοῶ διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, διά τῆς σωματικο – πνευματικῆς ἀσκήσεως, διά τῆς ἱερᾶς ἡσυχί-ας[3] ἀπό τήν ὁποία βρύει ἡ ἴαση[4] τοῦ κατά Θεόν πένθους, διά τῶν δακρύων τῆς μετα-νοίας, διά τοῦ εὐσεβοῦς δόγματος καί τῆς ἀκριβοῦς πίστεως, πάντοτε δέ ὑπό τήν ἄγρυ-πνο παρακολούθηση καί καθοδήγηση τοῦ ἐμπείρου ἰατροῦ, δηλ. τοῦ πνευματικοῦ πα-τρός. «Ἡ πνευματική αὐτή ἐπιστήμη» θεραπεύει καί μεταμορφώνει σέ ἀρετές τά πάθη μας, καθαρίζει τήν καρδιά, χαρίζει τόν φωτισμό μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦ χαρίζει τήν θεία γνώση Θεοῦ,ἐγκεντρίζει τόν ἄνθρωπο στόν Χριστό – αὐτή εἶ-ναι ἀκριβῶς ἡ θεραπεία! «καί τελικά θεραπευμένος καί ὑγιής ἑνώνεται μέ τόν ἐν Τριά-δι Θεό, μᾶς ἀνάγει στήν θέωση, διά τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν[5].

«Ὁ κοινός ἄξονας πού διακρατεῖ τήν Ὀρθοδοξία καί διατηρεῖ τήν συνοχή της, ὁ ἕνας καί μοναδικός της ἐπάνω σέ ὅλα τά θέματα πού τήν ἀπασχολοῦν καί ὁ ὁποῖος το-ποθετεῖ τά πράγματα πάνω σέ ὀρθή βάση, ὅταν λαμβάνεται ὑπ’ ὄψη, εἶναι ὁ ἄξονας: κάθαρση – φωτισμός – θέωση».

«Οἱ Πατέρες δέν ἐνδιαφέρονται γιά τό τί θά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο μετά θάνατον ἀποκλειστικά, ἀλλά ἐκεῖνο κυρίως πού τούς ἐνδιαφέρει εἶναι τό τί θά γίνει ὁ ἄνθρω-πος σ’ αὐτήν τήν ζωή. Μετά θάνατον δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοός, ὁπότε πρέπει σ’ αὐτήν τήν ζωή νά ἀρχίσει ἡ θεραπεία, διότι «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι ὑπερκοσμική οὔτε μελλοντολογική οὔτε ἐσχατολογι-κή, ἀλλ’ εἶναι καθαρά ἐνδοκοσμική. Διότι τό ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο, σ’ αὐτήν τήν ζωή, ὄχι μετά θάνατον.

Τώρα ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός γιά ποιόν λόγο χρειάζονται; Γιά νά πάει ὁ ἄνθ-ρωπος στόν Παράδεισο καί νά ἀποφύγει τήν Κόλαση; Γι’ αὐτό χρειάζονται; Σέ τί συ-νίσταται ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός καί γιά ποιό λόγο ἐπιδιώκονται ἀπό τούς Ὀρθο-δόξους; Γιά νά βρεῖ κανείς τόν λόγο καί νά δώσει ἀπάντηση στήν ἐρώτηση αὐτή, πρέ-πει νά κατέχει τό βασικό κλειδί, τό ὁποῖο εἶναι τοῦτο: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω στήν γῆ ἔχουν τό ἴδιο τέλος ἀπό Ὀρθόδοξη θεολογική ἄποψη. Εἴτε εἶναι κανείς Ὀρθόδοξος εἴτε εἶναι Βουδδιστής εἴτε Ἰνδουϊστής εἴτε ἄθεος, ὁ,τιδήποτε καί ἄν εἶναι, δηλαδή κά-θε ἄνθρωπος ἐπάνω στήν γῆ εἶναι προωρισμένος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά:Οἱ μέν κεκαθαρμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς καίει. Τό νά δεῖ κανείς τόν Θεό, δηλαδή τήν δόξα Του, τό Φῶς Του, αὐτό εἶναι κάτι πού θά γίνει εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι.

Ὁπότε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἱερέων δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά δοῦ-με αὐτήν τήν δόξα, διότι αὐτό θά γίνει ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἑστιά-ζεται στό πῶς θά δεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεόν. Ὄχι στό ἄν θά δεῖ τόν Θεό. Δηλαδή τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κηρύττει στούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀληθι-νός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται εἴτε ὡς Φῶς εἴτε ὡς πῦρ καταναλίσκον (Ἑβρ. ιβ,’ 29), ὅτι ὅλοι οἱ άνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία θά Τόν δοῦν». Αὐτή ἡ προετοι-μασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού θέλουν νά δοῦν τόν Θεόν ὡς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀρχίσει καί νά τελειώσει σ’ αὐτήν τήν ζωή. Διότι μετά θάνατον δέν ὑπάρχει ἡ θε-ραπεία. Αὐτή ἡ θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ἡ οὐσία καί τό κύριο περιεχόμενο τῆς Ὀρθο-δόξου Παραδόσεως ὡς καί ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Συνίσταται δέ καί ἀποτελεῖται ἀπό τά ἀκόλουθα τρία στάδια πνευματικῆς ἀναβάσεως: Τήν κάθαρ-ση ἀπό τά πάθη,τόν φωτισμό ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τήν θέωση, πά-λι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συμβαίνει δέ καί τοῦτο: Ἄν δέν φθάσει κανείς τουλάχιστον σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ, νά δεῖ τόν Θεό ὡς Φῶς ἔστω καί κατ’ αἴσθηση, σ’ αὐ τήν τήν ζωή, δέν μπορεῖ οὔτε καί στήν ἄλλη ζωή νά Τόν δεῖ ὡς Φῶς.

Ἔτσι εἶναι φανερό ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρονται γιά τόν ἄνθρωπο ὅπως εἶναι σήμερα, αὐτήν τήν στιγμή. Καί ἐκεῖνος, πού χρειάζεται θεραπεία, εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀρχίσει αὐτό τό ἔργο σήμερα, σ’ αὐτήν τήν ζωή, διότι σ’ αὐτήν τήν ζωή μπορεῖ.Ὄχι μετά θάνατον. Καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος, πού θά ἀποφασίσει γιά τό ἄν θά ἀκολουθήσει αὐτόν τόν δρόμο τῆς θεραπείας ἤ ὄχι[6]».

«Τό θεμέλιο τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί διαδοχῆς δέν ἧταν αὐτή ἡ ἐπίθεση τῶν χειρῶν, ἀλλά ἡ συνοδεύουσα αὐτήν τήν μετάδοση ἀπό γενεά σέ γενεά τῆς παρα-δόσεως τῆς θεραπείας, (τῆς κάθάρσεως τῆς καρδίας ἀπό τά πάθη), τοῦ φωτισμοῦ, (τοῦ νοός – τῆς νοερᾶς ἐνεργείας). Ὁ φωτισμός πραγματοποιεῖται ἀπό τήν θεία ἔλλαμψη καί θεωρία τοῦ ἀπροσίτου Φωτός, ἀπό ὅπου προέρχεται ἡ ἀπάθεια καί ἡ ἁγιότητα, καί τέλος ἡ θέωση, (ἐάν τό θελήσει ὁ Θεός). Οἱ βαθμοί καί οἱ διακονίες, πού ἀναλαμβά-νονται μέ τά ἱερατικά ἀξιώματα, (διακόνου, πρεσβυτέρου καί ἐπισκόπου), πρέπει νά εἶναι οἰκεῖοι πρός τήν ἀπάθεια τοῦ ἱερέα. Διότι ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα στόν ἀπαθῆ. Ὅταν εἶναι ξένοι αὐτῆς τῆς συγκατοικήσεως καί αὐτοῦ τοῦ κριτηρίου, γιά νά κατέ-χουν ἱερατικά ἀξιώματα εἶναι ἀξιοκατάκριτοι, καί θά ἀποπεμφθοῦν στό σκότος τό ἐξώτερο, διότι κατέχουν «ξένους βαθμούς καί ἀλλότριες διακονίες[7]».

Τήν θεραπευτική αὐτή ἀγωγή τήν κατέχει μόνο ἡ Ὀρθοδοξία. Μόνο σ’ αὐτήν ἀνα-φέρεται ὁ Χριστός ὡς ἰατρός τῶν σωμάτων καί τῶν ψυχῶν, «ὁ ἄριστος ἰατρός», «μέ-γιστος τῶν ἰατρῶν», «ὁ ἐμπειρότατος πάντων τῶν ἰατρῶν». Θεραπεύει τίς βαθύτερες αἰτίες ὁριστικά καί καμία νόσος δέν ἀντιστέκεται στήν θεραπευτική Του, πού ἔχει ἀπόλυτη ἀξία[8]. Τί θά γίνει γιά τούς τυπικά Ὀρθοδόξους Χριστιανούς σέ ὅσους ἀνή-κουν σέ ἄλλες ὁμολογίες; Φυσικά ὄχι Ἐκκλησίες, γιατί εἶναι ΜΙΑ ἡ Ἐκκλησία. Ἕνα εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτήν τήν ἐγκατέστησε τό Πανάγιο Πνεῦμα κάτω στήν γῆ κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή. Γιατί στήν πραγματικότητα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Πορφύριος: «ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄκτιστη, ἀτελεύτητη, αἰώνια, ὅπως ὁ ἱδρυτής της ὁ Τριαδικός Θεός. Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαί-νουμε στό ἄκτιστο. Γινόμαστε κατά χάρη μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Κολ.1, 18) Εἶναι ἡ νέα ζωή ἐν Χριστῷ. Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει θάνατος, δέν ὑπάρχει κόλασις[9]».

Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει τό θεῖο Φῶς, ἡ θεία Χάρη, οὔτε ὁ Τριαδικός Θεός καί κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «τὸ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον·ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται[10]».Ὅ,τι δηλαδή δέν προσλαμβάνεται ἀπό τήν θεία Χάρη αὐτό εἶναι ἀθεράπευτο, δέν σώζεται, μόνον ὅ,τι εἶναι ἑνωμένο μέ τόν Θεό αὐτό καί σώζεται.

Ἡ θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ἐπιστημονική, γιατί ἡ ἐπιστήμη ἔχει ὡς βάση τό πείρα-μα, τήν παρατήρηση καί πάντα ἔχει τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἐάν σέ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς ἀκολουθηθεῖ ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός, παράγεται τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, ὁ ἁγιασμός.

Γιά τίς ἐλλείψεις, ζητῶ τήν μεγάλη σας ἐπιείκεια γιατί εἶναι ἕνα θέμα δύσκολο. Χρειάζονται ψυχική καθαρότητα καί γνώσεις τίς ὁποῖες δέν κατέχω. Μόνο ἡ ἀγάπη μου μέ παρακίνησε νά πληροφορηθοῦν οἱ ἐν Χριστῶ ἀδελφοί τά βασικά γιά τήν Ὀρ-θόδοξη Παράδοση πού περιλαμβάνει τήν ἐπιστημονική θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ὀρ-θοδόξου πίστεώς μας.

Ἡ μικρή αὐτή ἐργασία ἀφιερώνεται στόν ἅγιο Μηνᾶ τόν Μεγαλομάρτυρα, γιατί μέ τήν βοήθειά του, τίς πρεσβεῖες του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ συνετέλεσε νά βγῶ ἀπό πολ-λές δυσκολίες στόν πνευματικό μου ἀγώνα, κυρίως εὕρεση πραγμάτων λόγῳ ἐλαττώ-σεως τῆς μνήμης μου, στήν ἀποπεράτωση τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ἡ ὁποία σκοπό ἔχει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν τιμή στόν ἅγιο Μηνᾶ, πού ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ὅρισε ὡς «με-γάλο μου ἀδελφό καί προστάτη[11]».

 

Κωνσταντῖνος Ἡρ. Δεσπότης

Ἰωάννινα 2023

Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου

 

Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ τιμή πού δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὥστε σέ τόσο μικρό σέ μέγεθος πλάσμα νά συγκεφαλαιωθεῖ ὁλόκληρη ἡ κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη. Αὐτή συμ-μετέχει δηλαδή μέσα του, στό εἶναι του τό ὑλικό (σῶμα ἀπό τήν γῆ) καί μέσα στήν ἄϋ-λη ψυχή διά τοῦ ἐμφυσήματος τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τό σωματικό καί τό ψυχικό, τό αἰσθητό καί τό νοερό. Μικρός στό μέγεθος ἀλλά μεγάλος στό ἀξίωμα[12].

 

Σῶμα

 

Ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος ἀναφέρει γιά τό σῶμα ὅτι ἔλαβε ἀπό τήν γῆ τίς ἰδιό-τητες τοῦ ξηροῦ καί  τοῦ ψυχροῦ, ἀπό τό νερό ἔλαβε τίς ἰδιότητες τοῦ ψυχροῦ καί τοῦ ὑγροῦ, ἀπό τόν ἀέρα ἔλαβε τίς ἰδιότητες τοῦ ὑγροῦ καί τοῦ θερμοῦ καί ἀπό τήν φωτιά τίς ἰδιότητες τοῦ θερμοῦ καί τοῦ ξηροῦ. Ἐπιπλέον προσέλαβε τό αὐξητικό καί τό θρε-πτικό ἀπό τά φυτά, τό παθητικό, τό αἰσθητικό καί τό μεταβατικό ἀπό τά ἄλογα ζῶα, τό στεγανό καί τό συνεχές ἀπό τήν ἄψυχη ὕλη τῶν λίθων γιά τήν πλάση τῶν μελῶν τοῦ σώματος καί πρόσθετα ἔλαβε τό λογικό, τό νοερό καί τό ἀνώλεθρο ἀπό τήν φύση τῶν ἀγγέλων.

Τό σῶμα δημιουργήθηκε ὡς μέσο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα νά δοξάζει τόν Θεό ὡς ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄. Κορινθ. 6, 15), καί μέλος τοῦ σώ-ματος τοῦ Χριστοῦ (Α΄. Κορινθ. 6, 19).

 

Ἡ ψυχή

 

Γιά τήν ψυχή ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικήτας: ἡ ψυχή δημιουργήθηκε ὄχι ἀπό τήν θεία οὐσία ἀλλά ἀπό τήν δημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ψυχή πλάστηκε ἀπό τόν Θεό ἀπό τά τέσσερα στοιχεῖα τῶν γενικῶν ἀρετῶν, μέ τήν συνδρομή τῆς φρόνησης, τῆς ἀνδρείας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς σωφροσύνης καί μέ τήν βοήθεια τῶν δυνάμεων τοῦ λογιστικοῦ νοῦς, ἤ νοερά ἐνέργεια, μέ κέντρο τήν πνευματική καρδιά ἤ βαθειά καρδιά[13] πού ἀποτελεῖ καί τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, λόγος, λογική ἤ διάνοια μέ κέντρο τόν ἐγκέφαλο εἶναι οἱ δύο αὐτές ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Στήν πραγματικότητα εἶναι μία ἐνέργεια, ἀλλά ὅταν λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο, λειτουργεῖ ὡς λογική, ἤ διάνοια μέ προορισμό νά ἐκφράζει τίς ἐμπειρίες τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς, ὅταν λειτουργεῖ στήν καρδιά ἔχει ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἀσχολεῖται μέ τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, νά προσεύχεται καί νά ἀσχολεῖται μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἐκτός τοῦ λογιστικοῦ (νοῦς λόγος,) τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς καί τό θυμικό καί ἐπι-θυμητικό πού εἶναι τό λεγόμενο παθητικό μέρος της καί εἶναι ἄλογο.

«Ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου».

Οἱ πατριάρχες καί οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ προ- φῆτες τῆς Καινῆς Διαθήκης καί οἱ διάδοχοί τους γνωρίζουν καλά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τόν Γιατρό πού τίς θεραπεύει, δηλαδή τόν Κύριο (Γιαχβέ) τῆς Δόξας. Αὐ-τός εἶναι ὁ Γιατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας. Θεράπευε τήν νόσο αὐτή στούς φίλους καί πιστούς Του πρίν τήν ἐνσάρκωσή Του καί συνεχίζει καί ὡς Θεάνθρωπος νά τήν θεραπεύει.

Ἡ ἐν λόγῳ νόσος συνίσταται στό ὅτι ὑπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ τοῦ πνεύματος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου (δηλαδή κατά τους Πατέρες τῆς νοερῆς ἐνέργειας) καί τοῦ ἐγκεφάλου. Στήν φυσιολογική της κατάσταση ἡ νοερή ἐνέργεια κινεῖται κυκλικά σάν στρόφαλος προσευχομένη μέσα στήν καρδιά.

Ἀλλά γιά νά ἔχει κανείς ὀρθή κατεύθυνση στήν θεραπεία τῆς νοερῆς ἐνέργειας πρέ-πει νά ἔχει ὁδηγό τήν πεῖρα θεουμένου, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ σχετικά μέ ὁρισμένα ἀξιώ-ματα ὅτι μεταξύ: α) τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του καί β) τῶν κτισμάτων Του οὐδεμία ὁμοιότητα ὑπάρχει καί ὅτι «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον». (Ἅγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.) Μόνον βάσει αὐτῶν τῶν ἀξιωμά-των δύναται κανείς νά ἀποφύγει τό κατάντημα νά ἀποκτήσει ὁδηγό τόν διάβολο μέσῳ δῆθεν θεολόγων πού στοχάζονται περί Θεοῦ καί τῶν θείων.

Στήν νοσοῦσα κατάστασή της ἡ νοερή ἐνέργεια δέν στροφαλίζεται κυκλικά. Ἀλλά ξεδιπλωμένη καί ριζωμένη στήν καρδιά κολλάει στόν ἐγκέφαλο καί δημιουγεῖ βραχυ-κύκλωμα μεταξύ ἐγκεφάλου καί καρδιᾶς. Ἔτσι τά νοήματα τοῦ ἐγκεφάλου, πού εἶναι ὅλα ἀπό τό περιβάλλον, γίνονται νοήματα τῆς νοερῆς ἐνέργειας πού εἶναι ριζωμένη πάντα στήν καρδιά. Ἔτσι ὁ παθών γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντός του. Ὡς ἐκ τού-του συγχέει ὁρισμένα προερχόμενα ἀπό τό περιβάλλον του νοήματα μέ τόν θεό ἤ τούς θεούς του….[14]»

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφερόμενος στήν διαφορά τῶν δύο ἐνεργειῶν (νοερά – νοῦς – καί λογική) λέγει: «Οἱ αἰσθήσεις εἶναι πολύ «χονδρές» καί μοιάζουν μέ τά σταφύλια πού πατᾶμε καί μέ τόν μοῦστο πού δημιουργεῖται· ἡ λογική μοιάζει μέ τό κρασί πού βγαίνει ἀπό τό μοῦστο· ὁ νοῦς εἶναι πολύ λεπτότερος καί μοιάζει μέ τό ἀπεσταγμένο κρασί πού εἶναι τό τσίπουρο[15]».

Ἐπίσης ἡ ψυχή ἔχει γνωστικές δυνάμεις. Εἶναι: ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἡ δόξα, ἡ αἴσθη-ση καί ἡ φαντασία, νά θυμᾶται καί νά νοσταλγεῖ τά κάλλη τοῦ Παραδείσου. Οἱ ζωτι-κές λειτουργίες εἶναι αὐτές πού διεγείρουν τίς ἐπιθυμίες καί τίς ὀρέξεις, δηλ. ἡ βούλη-ση καί ἡ προαίρεση.

 

    Ἡ ψυχή πλάστηκε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καί «κάθ’ ὁμοίωσιν»

 

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, μόνον ὅταν εἶναι κοινωνός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[16].

Τό ξύλον πού ὅρισε ὁ Θεός νά μή φάγουν ὄχι ἐπειδή ἦταν κακό, ἀλλά γιατί ἀκόμη δέν εἶχε τελειοποιηθεῖ, δέν μποροῦσε νά ἀφομοιώσει τίς ἀπό τοῦ ξύλου γνώσεις κα-τάλληλα[17].

Οἱ προδιαγραφές αὐτές δέν δόθηκαν χωρίς λόγο ἀπό τόν Θεό Λόγο. Δόθηκαν δι’ αὐτῶν ὄχι μόνο νά θαυμάζουμε, νά ὑμνοῦμε γιά τό ἀπαράμιλλο κάλλος, ἀλλά κυρίως νά κινούμαστε πρός τόν Πλάστη, μέχρις ὅτου διά τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος ἑνωθοῦ-με μαζί Του καί νά γίνουμε ἕνα μέ Αὐτόν χαρισματικά κατά μέθεξη[18].

Διά τοῦ ἐμφυσήματος ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἄκτιστη θεία δόξα τῆς Τριαδικῆς Θεότητος· εἶναι ἐπί πλέον δῶρον πού δέν ἐμφυτεύεται στήν κτιστή φύση του, δέν εἶ-ναι χαρισματικό φυσικό, γιατί εἶναι χαρακτηριστικό τῆς Θεότητος. Τοῦ ἔδωσε τήν ψυ-χή μέ τό ἀπόρρητο ἐμφύσημα ἀλλά καί τήν ἄκτιστη θεία Χάρη ὡς ἀρραβώνα, ὥστε, ἐάν ἔκανε ὑπακοή, διά μέσου αὐτῆς θά μποροῦσε νά ἑνωθεῖ καί νά ζεῖ αἰώνια μαζί Του[19]. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται μόνο ἀπό σῶμα καί ψυχή. Τοῦ ἔδωσε τό αὐτεξούσιο, τήν δυνατότητα ἐπιλογῆς του[20].

Ἐδημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἄκακο, εὐθύ, ἄλυπο, ἀμέριμνο, στολισμένο μέ τήν λαμπρότητα κάθε ἀρετῆς, προικισμένο μέ ὅλα τά ἀγαθά, σάν κάποιο δεύτερο κό-σμο, μικρόν κόσμο μέσα στόν μεγάλο, ἄλλον ἄγγελο προσκυνητή, σύνθετο, θεατήν τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς νοητῆς, βασιλέα τῶν ἐπιγείων, πού κυβερνᾶται «ἄνωθεν», δηλαδή ἀπό τόν Θεό ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στά ψηλά, ἐπίγειον καί οὐράνιον, προσωρινόν καί ἀθάνατον, ὁρατόν καί νοούμενο, ἐνδιάμεσο μεταξύ με-γαλείου καί μικρότητος, τόν ἴδιον πνεῦμα καί σάρκα· πνεῦμα διά τήν Χάρη, σάρκα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας· τό ἕνα διά νά μένει σταθερός καί νά δοξάζει τόν Εὐεργέτην Του, τό ἄλλο διά νά ὑποφέρει, καί ὑποφέροντας νά θυμᾶται καί νά σωφρονίζεται φι-λοτιμούμενος ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ πνεύματος· καί ἡ κατάληξη τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅτι θεώνεται μέ τήν ὑπακοή στόν Θεό· θεώνεται μάλιστα μέ τήν κοινωνία τοῦ θείου φωτισμοῦ, χωρίς νά μεταβάλλεται εἰς Θεόν κατ’ οὐσίαν. Ἀκόμη τόν δημιούργησε ἀνα-μάρτητον, δέν εἶχε μέσα του τήν τάση πρός ἁμαρτία, ἀλλά μᾶλλον μέ τήν ἐκλογή του· δηλαδή εἶχε δύναμη νά μένει σταθερός κατά τήν φύση καί ἐλεύθερο κατά τήν θέλησή του· γιατί δέν εἶναι ἀρετή ὅ, τι γίνεται διά τῆς βίας[21].

Τό ὕψιστο ἀγαθό τῆς ψυχῆς, πού δωρήθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Δημιουργό, ἦταν ἡ «προσεδρία» καί ἡ ἕνωση διά τῆς ἀγάπης μετά τοῦ Θεοῦ. Γράφει σχετικῶς ὁ Μ. Βασίλειος. Ἡ θέση του δίπλα στόν Θεό καί ἡ ἕνωση διά τῆς ἀγάπης «προσεδρία» λέγεται ὄχι στήν γῆ. Ὁ Ἀδάμ ζοῦσε στόν Παράδεισο σέ θέση ὑψηλή, ὄχι τοπικῶς ἀλλά κατά τό φρόνημα. Βλέποντας τόν οὐρανό ἔγινε ὅλος χαρά μέ αὐτά πού ἔβλεπε. Ἀγα-ποῦσε τόν εὐεργέτη Του πού τοῦ εἶχε χαρίσει τήν ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς, τόν εἶ-χε ἀναπαύσει μέ τίς τέρψεις τοῦ Παραδείσου, τοῦ εἶχε δώσει ἐξουσία ὅμοια μέ τῶν ἀγ-γέλων καί τόν εἶχε κάνει ὁμοδίαιτο τῶν ἀρχαγγέλων (ὁ μετά τῶν ἀρχαγγέλων συζῶν) καί ἀκροατήν τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ· ἐπροστατεύετο ἀπό τόν Θεό καί ἀπολάμβανε τά ἀγαθά Του[22].Τά ξύλα τοῦ Παραδείσου, ἀπό τά ὁποῖα εἶχαν προσταχθεῖ οἱ πρωτόπλα-στοι νά φᾶνε, εἶναι ἡ πράξη τῶν ἐντολῶν, ὁ ὕμνος, ἡ ψαλμωδία, ἐνῶ ἀπαγορευμένο ξύλο ἀποτελοῦν τά παρά φύση πάθη, ἡ παράλογη χρήση τῶν φυσικῶν τους δυνά-μεων καί οἱ διαβεβλημένες ἡδονές τῆς σάρκας κατά τόν ἅγιο Θεόληπτο Φιλαδελφείας[23].

Ἡ ἐργασία πού εἶχε ἀναλάβει ὁ Ἀδάμ, (Γέν. β΄, 15), μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή του ἦταν ἡ μετάβαση ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση[24].

     Τό  κατ’ εἰκόνα

 

Ὁ ἀρχικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά γίνει «εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ». Τό «κάτ’ εἰκόνα» εἶναι ἡ ἀφθαρσία, ἡ ἀθανασία, τό ἀόρατο, πράγματα πού εἰκονίζουν τήν θεότητα· αὐτά ἔδωσε ὡς κτήματα στήν ψυχή, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[25]. Μαζί μέ αὐτά τῆς ἔδωσε νά εἶναι αὐτοκυβέρνητη καί αὐτεξούσια[26] (ἐλεύθερη), πράγ-ματα πού ὅλα εἶναι ἀπεικονίσεις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Τό «καθ’ ὁμοίωσή του» εἶναι ἡ ἀπάθεια, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία καί τά λοιπά γνωρίσματα τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θε-οῦ καί παριστάνουν τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τά γνωρίσματα τῆς οὐσίας, πού δηλώ-νουν τό «κατ’ εἰκόνα» (Γέν. α, 26 – 27) τά ἔδωσε στήν ψυχή ὡς φυσικές ἰδιότητες. Ἐκεῖνα ὅμως πού εἶναι γνωρίσματα τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί χαρακτηρίζουν τό «καθ’ ὁμοίωσή Του», αὐτά τά ἄφησε στήν δική μας αὐτεξούσια γνώμη, περιμένοντας τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου νά δεῖ ἐάν θά κάνει τόν ἑαυτόν του, (κατά χάρη), ὅμοιο μέ τόν Θεό, μέ τό νά μιμηθεῖ τά θεοπρεπῆ γνωρίσματα τῆς ἀρετῆς».

Ἡ πατερική διδασκαλία ἀναγνωρίζει πραγματικά τόν ἄνθρωπο ὡς ἐν δυνάμει πρό-σωπο καί σωτηριολογικά ὡς ἐν ἐνεργείᾳ πρόσωπο, μόνο ὅταν μετέχει στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καί φτάσει στήν πρόσωπον πρός πρόσωπον θεωρία τοῦ Θεοῦ. «Ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο, ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο, ὅταν ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό[27]». Ὁ Θεός ὡς πρόσωπο γνωστοποιεῖται στόν ἄνθρωπο διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. Ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν δυνατότητα νά ἑνωθεῖ μέ τόν σαρκωθέντα Χριστό – Λόγο, νά πραγματοποιήσει τήν ὕπαρξή του ὅπως ὁ Χριστός. Νά αὐξάνει στήν ἀγάπη, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ σέ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐκπληρώσει τήν αἰώνια προοπτική του βιώνοντας ἐδῶ καί τώρα μία πρόγευση τῆς οὐράνιας βασιλείας[28].

Ἡ «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» στόν ἄνθρωπο ἔχει σχέση μέ τό πῶς (τρόπος ὑπάρξεως) καί ὄχι τό τί («λόγος φύσεως») εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ἑπομένως μέ τό πρόσωπό του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπηρεάσει τό πῶς τῆς ὕπαρξής του, εἴτε πρός τήν κατεύθυνση τοῦ τρόπου (τοῦ πῶς) πού εἶναι ὁ Θεός εἴτε πρός τήν κατεύ-θυνση τοῦ τί εἶναι ἡ φύση του (γιατί ὁ τρόπος ὑπάρξεως αὐτῆς τῆς κτιστῆς φύσεως εἶ-ναι ἐκστατικός)[29].

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σημειώνει γιά τό «κατ’ εἰκόνα» καί τό «κάθ’ ὁ-μοίωσιν»: Ἡ εἰκόνα σημαίνει τήν συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν δεσμό με-ταξύ ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστοῦ ἀνθρώπου. Μέσῳ τῆς θείας Χάριτος βεβαιώνεται ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά φθάσει σέ πραγματική κοινω-νία μαζί Του.

Τό «κατ’ εἰκόνα φανερώνει τήν ἁπλῆ ἀποτύπωση (ἐγχάραξη), δηλαδή ἔκφραση τοῦ πρωτοτύπου δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Μέθεξη Θεοῦ εἶναι ἡ ἕνωση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, στήν μετοχή του στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς ἀγάπης τῆς θείας Ὕπαρξης πού ἐκδηλώνεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος.

Ἡ ἔκφραση «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τά πάντα ποιεῖ (δημιουρ-γεῖ)», αὐτό δέν συνεπάγεται ὑποτίμηση γιά κανένα Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλ-λά δηλώνει τήν τρισυπόστατη «αἰτία» τῆς ὕπαρξης τοῦ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουρ-γημένου ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος ἦρθε στήν ὕπαρξη χαρακτηριστικά ὡς ἕνα λογικό, αὐτεξούσιο καί ἐ-λεύθερο δημιούργημα, μέ προαιρετική βούληση, μέ τήν δύναμη τῆς γνώσης,τῆς ἀγά-πης, τῆς εὐσπλαχνίας, τό ἄρχειν.

Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει τήν τελειοποίηση καί ὁλοκλήρωση τῆς δημιουργημένης λογικῆς φύσεως σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τῆς θεϊκῆς φύσεως, ἡ ὁποία ὑφίσταται ὡς Τριάδα Προσώπων διά μέσου τῆς θεϊκῆς ἐνεργείας καί «τῆς ἐν Χριστῷ συγγενείας».

Ἡ εἰκόνα σημαίνει τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ὑποδέχεται μέσα του τόν Θεό καί ἡ ὁμοίωσή του τήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς δυνατότητας.

Ὁ ἄνθρωπος δέν εἰκονίζει κάποια θεϊκά γνωρίσματα στήν φύση του, ἀλλά μορφώ-νεται συνεχῶς σύμφωνα μέ αὐτά. Σημαίνει τήν συνεχῆ χάραξη τῶν θεϊκῶν χαρακτη-ριστικῶν μέ τήν ἀρετή καί τόν ἁγιασμό μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος καί τῆς ἀν- θρωπίνης ἐλευθερίας.

Ἡ λέξη εἰκόνα προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «εἴκω», «ὁμοιάζω» καί προϋποθέτει τήν ἔν-νοια τῆς ἄμεσης σχέσης μέ τόν Υἱό. Ὁ Υἱός σφραγίζει στόν ἄνθρωπο τόν ἑαυτόν Του μέσα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο μορφώνει τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τόν Υἱό.

Τό «κατ’ εἰκόνα» ἐκφράζεται στήν ψυχή καί στίς πνευματικές της ἱκανότητες καί δυνάμεις, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία.Ἡ προσέγγιση τοῦ σώματος καί τοῦ «κατ’ εἰκόνα» δέν σημαίνει ὑποτίμηση ἤ περιφρόνηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρονται στό σῶμα μέ σκοπό τήν ἀπόρριψη τοῦ ὑλισμοῦ καί δέν ἐγ-κλωβίζεται τό κτιστό ὄν στόν κόσμο τῆς ὕλης.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀναφερόμενος στό «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ μέ κτιστό σῶμα καί πνευματική ψυχή, ὅπως ὁ δημιουργός Του καί κατά τήν ἐνανθρώπηση, τήν Ἀνάσταση καί Ἀνάληψή Του εἶναι ὁλοκληρωμένος Ἄνθρωπος καί Θεός. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἔχει ψυχή καί μέ σῶμα ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο μέ τήν ἀφθαρσία[30].

 

Ἡ προπτωτική – ἀρχέγονη κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων

 

Ἡ ζωή τοῦ Παραδείσου χαρακτηρίζεται ὡς ἀγγελική πολιτεία μέ κύρια χαρακτηρι-στικά τήν ἐλευθερία καί ἀπό μία συγκεκριμένη ποιότητα σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτόν του, τόν συνάνθρωπο καί τόν Θεό. Κατά τήν μεγαλειώδη προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχεται ἀπό τόν ἑαυτόν του καί νά σχετίζεται ἀγαπητικά μέ τόν συνάνθρωπο, κατά τόν ἅγιο Θεόληπτο Φιλαδελφείας, νά ὁμοιάζει μέ τόν δημι-ουργό Του τόν Χριστό[31].

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει πώς βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ δέν θά κα-ταλάβει πῶς τόν κατάντησε ἡ ἁμαρτία.

Εἶναι σάρκα ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας καί πνεῦμα ἐξαιτίας τῆς Χάρης· τό ἕνα, γιά νά ὑποφέρει καί ὑποφέροντας νά θυμᾶται καί νά γίνεται συνετός, καί τό ἄλλο, γιά νά μένει σταθερός καί νά δοξάζει τόν εὐεργέτη Του φιλοτιμούμενος ἀπό τό μεγαλεῖο του· τόν ἔπλασε ζῶσα ὕπαρξη πού κατ’ οἰκονομία ζεῖ ἐδῶ, δηλαδή στήν παροῦσα ζωή, ἀλ-λά πού προορίζεται γιά ἀλλοῦ, νά μετοικήσει στήν μέλλουσα ζωή· καί τό τέλος τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅτι θεώνεται μέ τήν κίνησή του πρός τόν Θεό· θεώνεται μάλιστα μέ τήν μετοχή στόν θεῖο φωτισμό, ἀλλά χωρίς νά μεταβάλλεται σέ θεία οὐσία.

Καί τόν ἔπλασε ἀναμάρτητο στήν φύση του καί αὐτεξούσιο στήν θέλησή του. Λέ-γοντας «ἀναμάρτητο» δέν ἐννοῶ ὅτι δέν εἶναι δεκτικός ἁμαρτίας – μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας–, ἀλλά ἐννοῶ ὅτι δέν ἔχει τήν ἁμαρτία στήν φύση του, ἀλλά μάλλον στήν προαίρεσή του· δηλαδή, ἔχει τήν δύναμη νά διατηρεῖται καί νά προο-δεύει στό ἀγαθό, μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος· καί ἐπίσης, μπορεῖ νά παρεκτρα-πεῖ ἀπό τό καλό καί νά ὁδηγηθεῖ στό κακό, μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ αὐτεξουσίου του· διότι, ὅ,τι γίνεται ἐξαναγκαστικά, δέν εἶναι ἀρετή[32].

Ἡ θεία ἄφθαρτη ζωή – τό θεῖο Φῶς ἤ ἡ ἀγαθότητα τῆς Χάριτος – κατεχόταν στήν ψυχή διά μέσου τῆς νοερᾶς αἴσθησης καί ἀπό ἐδῶ περνοῦσε στό σῶμα καί τό ἔτρε-φε[33].

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Στό τεμάχιο γῆς πού παραχωρήθηκε (τό τέμενος) στόν βασιλέα ἄνθρωπο, δηλαδή ὁ Παράδεισος, τό μέν σῶμα κατοικοῦσε σέ θεϊκώτατο καί ὡραιότατο τόπον καί μέ τήν ψυχή εὑρισκόταν σέ ἀνώτερο καί ἀκόμη ὡραιότατο τόπο, ἔχοντας ὡς κατοικία τόν ἔνοικόν Του Θεό καί ἔνδοξο ἔνδυμα τόν ἴδιο τόν Θεόν, καί ἐνδεδυμένος τήν Χάρη Του καί ἀπολαμβάνοντας τόν μοναδικό γλυ-κύτατο καρπό, δηλαδή τήν θεωρία (δηλ. τήν θεϊκή ὅραση) τοῦ προσώπου Του,σάν ἄλ- λος ἄγγελος καί τρεφόμενος μέ αὐτήν, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, ἄξια ἔχει ὀνομασθεῖ δεν-δρο τῆς ζωῆς· διότι ἡ γλυκύτης τῆς θείας κοινωνίας μεταδίδει σ’ αὐτούς, πού γίνονται μέτοχοί της, ζωήν πού δέν διακόπτεται ἀπό τόν θάνατο καί τό ὁποῖο ὡς γνωστόν ὠνό-μασε ὁ Θεός «πᾶν ξύλον» λέγοντας· Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ Παραδείσῳ φάγεσθε (Γεν. β, 16)· διότι ὁ ἴδιος εἶναι τό πᾶν, πού μέσα στήν ὕπαρξή Του καί διά τῆς δημι-ουργικῆς δυνάμεώς Του τό πᾶν δημιουργήθηκε.

Τό κατ’ εἰκόνα φανερώνει τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο, (ἐλευθερία τῆς θελήσεως), ἡ δέ ἔκφραση «καθ’ ὁμοίωσιν» φανερώνει τήν ὁμοίωση κατά τό δυνατόν ὡς πρός τήν ἀρετήν.

«…Μέσα στόν Παράδεισο ὁ Πανάγαθος Θεός τοποθέτησε τόν ἄνθρωπο ὡς βασι-λέα, νά χρησιμοποιεῖ ὅλα τά ἀγαθά πού τοῦ ἔδωσε καί χρησιμοποιώντας καί ἐξουσιά-ζοντας αὐτά σωστά νά τά προσφέρει μέ εὐχαριστία στόν Θεό. Γιά ὅλα τά δῶρα πού τοῦ ἔδωσε, νά εἶναι συγχρόνως καί ἱερεύς.

Ἔτσι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν βασιλεύς καί ἱερεύς. Μποροῦσε νά δέχεται τά πρό-σωπα, τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τά πράγματα, τόν ἑαυτό του, ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί εὐχαριστώντας τόν Θεό νά τά ἐπαναπροσφέρει πάλι στόν Θεό καί Πατέρα του ὡς θυ-σία· ζοῦσε θεοκεντρικά· εἶχε ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τόν Θεό· ὅλα τά δεχόταν ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἐπέστρεφε στόν Θεό ὡς δῶρα δικά Του. Γινόταν δηλαδή μέσα στόν Παράδεισο μία ἀνταλλαγή δώρων. Αὐτή ἦταν ἡ ζωή τῶν πρώτων ἀνθρώπων, ὅσο ἐδέχοντο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τους ἡ ζωή ἦταν μία εὐχαριστία, μία ἐκδήλω-ση εὐγνωμοσύνης πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα. Ἦταν μία ζωή ἀγαπητική[34]».

Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος δέν ζοῦσε μόνο κατά τήν φύση του μέ τά φυσικά του δη-λαδή μόνο χαρίσματά του, ἀλλά εἶχε καί τό ὑπερφυσικό, τό ἄκτιστο στοιχεῖο μέσα του, πού τόν φώτιζε, τόν λάμπρυνε, τόν ἐκάλλυνε (τόν καλλώπιζε), τόν ἔκανε κατά Χάρη ὅμοιο μέ τόν Θεό: Αὐτῆς τῆς θείας ἐκλάμψεως καί λαμπρότητος ἦταν καί ὁ Ἀδάμ μέτοχος, στολισμένος πραγματικά μέ στολή ἔνδοξη, καί δέν ἦταν γυμνός ἀλλά ἀσύγκριτα ὡραιότερος ἀπό ἐκείνους πού φοροῦν τώρα τά διαβήματα τά στολισμένα μέ πολύ χρυσό καί διαυγεῖς λίθους, γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[35] Οἱ Ἄγγε-λοι ἔβλεπαν σ’ αὐτόν τήν παράδοξη ἕνωση τῆς ψυχῆς του μέ τήν αἴσθηση καί τήν σάρκα· ἔβλεπαν ἕναν νέο Θεό κατά Χάρη πού ἔφερε σάρκα, νοῦ καί πνεῦμα. Ἦταν πλημμυρισμένος καί μεταμορφωμένος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἔχει πλῆρες ὄχι μόνο τό κατ’ εἰκόνα ἀλλά καί τό κάθ’ ὁμοίωση[36].

Ἡ φυσική κατάσταση τῆς ψυχῆς ἦταν ἀπαθής (χωρίς πάθη[37]) καί φωτεινή· γνώριζε τά αἰσθητά καί νοητά κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχαν στήν φύση της ἡ ἐπιθυμία καί ὁ θυμός (καί τό λογικό), ὅπως καί τό κατ’ εἰκόνα[38].

Πρό τῆς πτώσεως, κέντρο τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ Θεός.Ἡ ψυχή ἐτρέφετο ἀπό τή Χά- ρι τοῦ Θεοῦ καί τό σῶμα ἀπό τήν χαριτωμένη ψυχή, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶχε συνέπειες γιά ὅλη τήν κτίση, καί μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ βασιλιάς ὅλης τῆς κτί-σεως.

Ὁ ἀπό τόν Θεό δημιουργηθείς ἄνθρωπος χαρακτηριζόταν μέ μία μοναδική φυσική αἴσθηση, πού ἐνεργεῖτο ἑνιαίως καί μέ ἁπλότητα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέ τήν αἴσθη-ση αὐτή ὁ ἄνθρωπος γευόταν ἑνιαίως τό ἀγαθό καί τό καλό μέ ὅλη τήν ψυχοσωματι-κή του ὕπαρξη.

Ὁ νοῦς πρίν τήν πτώση μετεῖχε μέ ὁλόκληρη τήν διάθεσή του –δηλ. ἑνιαίως –στό ἀγαθό ἤ στήν ἀγαθότητα τῆς Χάριτος, μέ τήν νοερά αἴσθηση. Ὑπῆρχε μία μοναδική σφαῖρα προσοχῆς, ἡ ὁποία ἀπορροφοῦσε ὁκλόκληρη τήν ἐνέργεια τῆς αἴσθησης τοῦ νοῦ: ἡ θεία Χάρη, ἡ συνύπαρξη μέ τόν Θεόν, ἡ γλυκύτητά Του καταλάμβανε ὅλη τήν ψυχή.

Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ συνελαμβανόταν ἀποκλειστικά μέ τήν αἴσθηση τοῦ νοῦ (ἐννο-οῦμε ἐδῶ τήν ὑπαρξιακή – ἐμπερική γνώση τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου οἱ πρωτόπλαστοι γνώριζαν ἑνιαῖα τό πᾶν, ἐφ’ ὅσον σ’ Αὐτόν ἔβλεπαν τούς λόγους τῶν ὄντων, δηλαδή τήν αἰτία τῆς δημιουργίας των).

Γιά τόν ἅγιο Διάδοχο, τό ὄργανο τῆς ἄμεσης κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶναι ἡ αἴσθη-ση τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς ἤ τοῦ νοῦ, ἡ νοερά αἴσθηση. Τό ἀντικείμενο τῆς νοερᾶς αἴ-σθησης αὐτῆς εἶναι ἡ μέ τόν Θεό διαπροσωπική σχέση, ἡ γεύση τῆς θείας παρουσίας, ἡ πεῖρα τῆς Χάριτος. Ὁ νοῦς ἐξιχνίαζε τόν Ἀόρατο, αἰσθάνεται τήν παρουσία τῆς Χά-ριτος, τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τόν θεῖο πόθο κ.τ.λ.

Στό περιφερειακό μέρος τῆς καρδιᾶς ὑπῆρχε ἕνας τρόπος ἀλληλεπίδρασης ἀνάμε-σα στήν ψυχή καί τό σῶμα.Ἐκεῖ μεταδιδόταν στό σῶμα ἡ πεῖρα τῆς νοερᾶς αἴσθησης, ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε στίς σωματικές αἰσθήσεις.

Οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν σκεπασμένοι μέ τόν θεῖο ἔρωτα καί δέν γνώριζαν τήν γυ-μνότητά τους. Δηλαδή μετεῖχαν συνεχῶς – μέ τήν αἴσθηση τοῦ νοῦ – στόν Θεό, στήν ἀγαθότητα τῆς παρουσίας Του, εἶχαν μιά θεανθρώπινη σχέση πρός τήν ὑλική καί ὁρα-τή κτίση. Δέν γνώριζαν οἱ πρωτόπλαστοι τίς σαρκικές ἄλογες ἐπιθυμίες. Ὁ νοῦς κι-νοῦνταν κυκλικά μεταξύ τῆς πείρας τῆς θείας παρουσίας και τῆς μνήμης τῆς θείας ἐν-τολῆς, οἱ ὁποῖες στήριζαν ἡ μία τήν ἄλλη. Αὐτή ἡ κυκλική κίνηση δέν καταργοῦσε τό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο.

Ἡ θεία ἄφθαρτη ζωή – τό θεῖο φῶς, ἡ ἀγαθότητα τῆς Χάριτος (δηλαδή ἡ παρουσία τῆς θείας Χάριτος ὡς Φῶς γλυκύτατο, καί αἰώνιο) – κατεχόταν στήν ψυχή διά μέσου τῆς νοερᾶς αἰσθήσεως καί ἀπ’ ἐδῶ περνοῦσε στό σῶμα, τό ὁποῖο τό ἔτρεφε[39].

«Δημιουργώντας ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Του τοῦ ἔβαλε στό εἶναι του τόν πόθο τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς ζωῆς, τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς γνώσεως, τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς τελειότητος. Γιά τόν λόγο ἀκριβῶς τοῦτο, ὁ ἀμέτρητος πόθος καί ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπινου δέν δύναται νά ἱκανοποιηθεῖ ὁλοκληρωτικά μέ τί-ποτε, παρά μέ μόνο τόν Θεό. Διακηρύττων τήν θεία τελειότητα ὡς τόν κύριον σκοπό τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως στόν κόσμο[40]». Ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιούρ-γημα[41], καί ἔχοντας ὡς ἀρχέτυπό του τόν Χριστό, εἶχε πάντοτε τήν δυνατότητα νά ὑψωθεῖ καί νά ὁμοιάσει πρός τό ἀρχέτυπό του, νά ἀγαπήσει τόν Θεό του καί νά ἑνωθεῖ κατά φύση μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου[42].

Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας γιά τήν προπτωτική κατάσταση τῶν πρωτο-πλάστων ἀναφέρει: Ὁ «κατʹ εἰκόνα» καί «καθʹ ὁμοίωσιν» Θεοῦ δημιουργηθείς ἄν-θρωπος, ὡς «ζῶον ἀληθῶς εὐφυές καί θεοειδέστατον», καί «τῆς ἀνωτάτω δόξης τό μίμημα», πού ὁ Θεός ἐπʹ αὐτῷ σεμνύνεται», τοποθετεῖται ἀπό τόν Τριαδικό Θεό στόν Παράδεισο. Ὁ Παράδεισος γιά τόν ἅγιο Κύριλλο νοεῖται κατά τρόπο αἰσθητό καί νοη-τό, ὅπως καταδεικνύει στήν συνέχεια ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν γνωρισμάτων τῆς προπτω-τικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου, καί ὄχι μόνο ὡς νοητή ἤ μόνο ὡς αἰσθητή κατάστα-ση, ὅπως ὑποστηρίζεται ἀπό προγενέστερους τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς.

Ἡ θεία διαβίωση τῶν πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο περιγράφεται ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο μέ πλῆθος χαρακτηριστικῶν, σχετιζομένων ἀκριβῶς μέ τόν χαρακτήρα τῆς παραδείσιας διαβίωσης, μέ τά δῶρα μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός, μέ τήν θαυμα-στή ἐκδήλωση τῶν γνωρισμάτων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί σέ ἀντιδιαστολή πάντοτε μέ τίς συνέπειες τῆς πτώσης.

Ἡ προπτωτική, λοιπόν, διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου στόν Παράδεισο καί ἡ ἀπουσία τῆς ἁμαρτίας καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο «Παραδείσου φυτόν ἀνθηρότατο καί εὐγενέστατο», καθώς καί μέ ἄφθονα οὐράνια ἀγαθά. Οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν «ἐν ἁγίᾳ καί τρισμα-καρίᾳ ζωῇ» καί «λαμπρῶς ἐν ἁγιότητι καί μακαρισμῷ», ἡ πολιτεία τους ἦταν «βίος ἁγιοπρεπής», γιʹ αὐτό «ἦν γάρ ἅγιος ὁ πρῶτος χρόνος τῆς ἀνθρώπου ζωῆς». Ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἁγιότητας τοῦ προπτωτικοῦ βίου ἦταν ἡ καθαρότητα καί ὁ ἐν Ἁγίω Πνεύμα-τι ἁγιασμός τους.

Τό ἁγιοπρεπές τῆς διαβίωσης τῶν πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο δέν νοεῖται κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ὡς παθητική κατάσταση. Ἀντίθετα, δηλώνει ὅτι εἶναι καθαροί καί ἁγιασμένοι οἱ γενάρχες, ἀκριβῶς γιατί ἐνεργητικῶς πρίν τήν εἰσδοχή τῆς ἁμαρτίας ὅλη ἡ ὕπαρξή τους ἦταν προσανατολισμένη στήν τήρηση τοῦ θείου θελήματος καί στήν ἐλεύθερη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προκοπή, στήν αὔξησή τους στό ἀγαθό, δείχνοντας ἀκρι-βῶς τήν ἀλληλουχία καί τήν ἐνδότατη συνάφεια τῶν γνωρισμάτων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» σέ σχέση μέ τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τους, πού ἦταν τό «καθʹ ὁμοίωσιν». Ἔτσι, βλέπουμε τόν ἄνθρωπο προπτωτικῶς νά ἄρχει τῶν κτισμάτων. Τό κυριαρχικό ὅμως λειτουργεῖ ἁρμονικά ὡς πρός τήν κτίση καί τά δημιουργήματα καί ὄχι διαιρετικά, τραυματικά ἤ καί ἀντιθετικά, ἀκριβῶς γιατί ἀπουσιάζει τό στοιχεῖο πού διασπᾶ τήν ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν δημιουργία, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν παρα-λείπει, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Κύριλλος, στό πλαίσιο τῆς προπτωτικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά γνωρίσματα τοῦ «κατʹ εἰκόνα» νά τονίσει μέ σαφήνεια καί ἐπάρ-κεια τήν ἐλευθερία πού εἶχε ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος, τήν ἐξουσία, τήν δυνατότητα νά ἐπιλέξει τό καλό ἤ τό κακό.

Ἡ καλή ἤ ἡ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἡ καλή διαχείριση τῆς ἐλευθερίας, μέ τήν ὁποία προικίστηκε ἀπό τόν Δημιουργό του, γιά νά ὑπάρξει ἡ δική του προ-σωπική καί ἐνσυνείδητη συμμετοχή στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε, ἔχει πολύ σπουδαία σημασία γιά τήν χριστιανική ἀνθρωπολογία γενικά, ἀλλά καί γιά τό γεγονός τῆς πτώσης καί τῆς σωτηρίας πού θά ἐπακολουθοῦσε, εἰδικά[43]».

 

Ἡ πτώση

     Τά αἴτια τῆς πτώσεως.

Ὁ Πειρασμός προφανῶς γνώριζε τήν κατά φύση ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιά-σει στόν Δημιουργό καθώς καί τήν πνευματική ἡδονή πού τοῦ ἐπιφυλάσσει ἡ ἀπό βαθμίδα σέ βαθμίδα κατά τήν προσέγγιση αὐτοῦ τοῦ στόχου. Αὐτή τήν ροπή δέν μπο-ρεῖ νά τήν ἀναστείλει ὁ διάβολος. Αὐτό ὅμως πού ἐπιτυγχάνει εἶναι νά δηλητηριάσει τήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Διά τῆς ἁμαρτίας[44] παραμορφώνει τήν εἰκόνα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό καί τόν παρουσιάζει ὡς ἐξουσιαστή πού φοβᾶται (ὁ Θεός) μήν χάσει τήν ἀπόλυτη κυριαρχία Του. Μέ τήν ἀποδοχή μιᾶς τέτοιας ψευδο – Θεϊκῆς ἐκόνας, ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλει τήν ἀγαπητική σχέση του μέ τόν Δη μιουργό Του σέ ἀνταγωνιστική, ἐνῶ μέ τά λόγια του: «ἔσεσθε ὡς θεοί» ἀλλοιώνει ὄχι μόνο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Του. Αἰτία τῆς πτώσεως ἦταν καί ἡ παρακοή ἡ ἀποσύνδεσή του μέ τόν Θεό καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἄλογης ἡδονῆς πού τοῦ δημιουργοῦσε ἡ τροφοδοσία τοῦ «ἐγώ» καί τοῦ ἰδίου θελήματός του, ἀπό τήν μακα-ριότητα τῆς ἔλλογης θείας ἡδονῆς πού τοῦ δημιουργοῦσε ἡ θεία μακαριότητα ἀπό τήν καθ’ ὁμοίωση δημιουργία του[45].

Οἱ πρωτόπλαστοι πληγώθηκαν ἀπό τόν διάβολο καί ἀστόχησαν στόν σκοπό τους, νά γίνουν κατά χάρη τέλειοι καί ἀθάνατοι. Αὐτό ἦταν ἡ ἀφορμή, πού ἔφυγαν ἀπό ἀπό τήν θεία κατάσταση τῆς ἡσυχίας, χάθηκε ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν νοῦ.Ὁ ἅγιος Γρη- γόριος ὁ Θεολόγος λέγει: Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι σημαντικότερη ἀκόμη καί ἀπό τήν ἀναπνοή. Μετά ἀκολούθησε ἡ εὐχαριστία πρός τόν Θεό πού κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο: Ἐάν ὁ Ἀδάμ εὐχαριστοῦσε τόν Θεό στόν καιρό πού βρισκόταν σέ πάρα πολύ μεγάλη ἀνάπαυση καί σέ ἀνεκλάλητη χαρά, ἀσφαλῶς δέν θά εἶχε πλανη-θεῖ, οὔτε θά δεχόταν τήν πονηρή συμβουλή τοῦ διαβόλου, οὔτε θά ἐπιθυμοῦσε νά γίνει θεός[46].

Τά μυστήρια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῆς ἀνωρθώσεως καί τῆς ἀνα-στασεώς του, τά περιγράφει ἕνα θαυμάσιο Θεοτοκίο τοῦ Ὄρθρου τῆς 4ης Ὀκτωβρίου, τῆς δ΄ ὠδῆς. «Ἰόν ἐξέχεε, ταῖς τῆς προμήτορος, ἀκοαῖς μέν ὁ ὄφις, ἀλλ’ ἡ Ἁγνή, τοῦ-τον ἐξετίναξε, τοῦ Ἀρχαγγέλου τῇ φωνῇ, συλλαβοῦσα καί τεκοῦσα Χριστόν».

«Λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι ὁ ἰός, (τό μικρόβιο), αὐτό ἦταν ἕνας δηλητηριώδης λόγος, πού μόλυνε σάν φυσικός ἰός τόν νοῦ τοῦ πρωτοπλάστου καί τοῦ προκάλεσε μιά λοιμώδη νόσο, μέ βασικό σύμπτωμα μιά ψευδαίσθηση, μιά παρανοϊκή ἰδέα θά λέγαμε, μιά φαντασία ὅτι θά γνωρίσει τά πάντα, καί θά ἀνοίξει τά μάτια του, ἄν προαιρεθεῖ ἐλεύθερα καί κάνει τό δικό του γνωμικό θέλημα καί θά γίνει θεός. Τόν ἔπεισε ὅτι ἡ νηστεία πού τοῦ εἶχε ἐπιβάλει ὁ Θεός σάν ἐντολή, δηλαδή ὁ περιορισμός αὐτός εἶναι στέρηση ἐλευθερίας, ἐνῶ στήν οὐσία ἦταν ἡ ἀρχή τῆς πορείας πρός τήν ἐλευθερία. Τόν πείθει λοιπόν ὅτι, ἄν κάνει ὅ, τι θέλει, τότε εἶναι ἐλεύθερος. Ἀλλά συμβαίνει ἀκρι- βῶς τό ἀντίθετο. Σάν ἕνα μαῦρο νέφος μέσ’ στό νοῦ του λόγῳ τῆς φαντασίας δημι-ουργήθηκε τότε αὐτό πού ἐμπόδισε τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, νά καταυγάζουν τήν ψυχήν του καί τότε κλείστηκε μέσα σέ μιά φυλακή, γιατί νόμισαν οἱ αἰσθητές ἐνέργειες μέσα στήν ψυχή τους τόν συνάρπασαν. Ἔγινε δη-λαδή ἕνα βιολογικό γεγονός οὐσιαστικά.

Μέ τήν ὑπακοή στόν Διάβολο, ἔζησε:

Ἀντί τήν ταπείπωση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγέρωχη ὑπεροψία τοῦ Διαβόλου.

Ἀντί τήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, τόν αὐτοθαυμασμό τοῦ Διαβόλου.

Ἀντί τόν θεῖο ἔρωτα, τόν αὐτοερωτισμό, τόν ἔρωτα χωρίς τήν παρουσίατοῦ Θεοῦ.

Ὁ αὐτοερωτισμός ἐγέννησε τήν κατά μόνας ἱκανοποίηση ,τήν πορνεία,δηλαδή τήν χω- ρίς Γάμο ἐρωτική σχέση, τήν μοιχεία,δηλαδή τήν ἐρωτική σχέση ἐγγάμου ἔξω από τόν Γάμο καί τά ἄλλα διαστρεμμένα καί παρά φύση σαρκικά πάθη![47]

Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὅτανπιστεύει φαντάζεται τί θέλει ὁ Θεός, ὅταν ἐμπι-στεύεται τούς λογισμούς του καί ὅταν πιστεύει τήν ἀλήθεια, ἀλλά ποτέ δέν ἑνώνεται ταπεινά μέ τόν Θεό, τότε δημιουργεῖ μέσα του πάθη – ψυχολογικά προβλήματα ὅπως τά λέμε – καί ἡ πίστη του τοῦ λέγει αὐτά εἶναι κακά. Γι’ αὐτό τά καταπιέζει, τά ἀπω-θεῖ καί προσπαθεῖ νά φτιάξει μιά συμπεριφορά, ἡ ὁποία θά εἶναι ἀξιοπρεπής γιά τά μάτια τοῦ κόσμου[48]».

 

Τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως.

 

Ἡ πτώση συνεπάγεται τήν ἀπόσπαση τοῦ νοῦ ἀπό τόν Θεό. Ἡ αἴσθησή του ἐξαφα-νίζεται. Ὁ νοῦς πλέον αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν λογική, χάνει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, σκοτίζεται καί μετεωρίζεται στίς κοσμικές ἡδονές. Ἡ διάνοια ἰσχυροποιεῖται καί ὡς ἕδρα τῶν λογισμῶν ἐκεῖ ἀναφύονται καί τά πάθη, κατά τόν ἅγιο Θεόληπτο. Ἐκμεταλ-λευόμενος ὁ διάβολος τήν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου, σέ συνεργασία μέ τήν ραθυμία ὑποβάλλει τά πάθη. Αὐτά εἶναι οἱ αἰτίες ὥστε ἡ ψυχή νά γίνει ἐμπαθής ἀπό ἀπαθής πού ἦταν. Ἡ υἱοθέτηση τῶν ἐμπαθῶν θελημάτων ὁδηγεῖ στά παρά φύση πάθη. Ἀνάλο-γοι εἶναικαί οἱ πειρασμοί πού δέχεται ἡ ψυχή καί οἱ δυνάμεις της (λογική, θυμητική καί ἐπιθυμία) ἀπό τούς ἐχθρούς μας. Καί ἡ ἐμπαθής συνήθειά τους ὁδηγεῖ τήν ψυχή σέ παράλογη χρήση τοῦ λόγου καί τῆς φυσικῆς τάξεως.

Ὁ ἄνθρωπος στερήθηκε τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ.Ἡ καθαρότητα καταλύθηκε ἀπό τήν συνήθεια τῆς ἀλογίας καί ἡ ἀφθαρσία ἀπό τήν φθορά τῆς σάρκας.

Ὅλη ἡ ψυχή ἔχει προσβληθεῖ ἀπό τήν δαιμονική ἐνέργεια. Κάθε μέλος της ἀσθενεῖ ἀναλόγως. Στό λογιστικό οἱ λογισμοί, στό θυμικό τά θηριώδη πάθη, στό ἐπιθυμητικό, ἡ μνήμη τῆς κτηνώδους ὀρέξεως, στό διανοητικό οἱ ἀκάθαρτες ἔννοιες ἀνατέλλουν[49].

Ἔχοντας χάσει, λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τό μόνο φυσικό καί πραγ-ματικό ἔρεισμα τῆς ὑπάρξεώς του, πού εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό καί Δημιουργό του, κλονίζεται συθέμελα ἡ ἐσωτερική του ἁρμονία, διαταράσσεται καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς του (λογικό, θυμητικό καί ἐπιθυμητικό ἤ βουλητικό), ἀποσυντονίζονται, τόν κατακλύζει ἡ ταραχή, ὁ φόβος, τό ἄγχος[50], μέσα στήν ψυχή του δημιουργοῦνται οἱ ἐνοχές.

Στερούμενος, παραδείγματος χάριν, τήν ἀπόλαυση τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ρίχνεται στό κυνήγι τῶν ἡδονῶν καί αἰχμαλωτίζεται στό πάθος τῆς φιληδονίας, τό ὁποῖο, ὄν-τας ἀνικανοποίητο, ὁδηγεῖ στήν κατάθλιψη καί σέ ἄλλα ψυχολογικά προβλήματα. Ἔχοντας χάσει τήν πίστη του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ νά νιώσει ἀσφάλεια ἀποκτώντας ὑλικά ἀγαθά, χρήματα, περιουσία καί τά λοιπά καί αὐτό τό πάθος τῆς φι-λαργυρίας τόν γεμίζει μέ λογιῶν – λογιῶν ἄγχη. Μή γνωρίζοντας τήν τιμή καί τήν δό-ξα, πού τοῦ χαρίζει ἡ σχέση μέ τόν Θεό, προσπαθεῖ νά νιώσει ὅτι ἀξίζει καί νά ἐπιβλη-θεῖ στό περιβάλλον του, κυνηγώντας ἀξιώματα, κάνοντας ἐντύπωση, προκαλώντας τόν θαυμασμό τῶν ἄλλων· ἔτσι ὀγκώνεται μέσα του τό πάθος τῆς κενοδοξίας, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν παράνοια (φρενοβλάβεια), μέ τίς πολλές μορφές καί παραλ-λαγές της. Σκεφτεῖτε τί γίνεται, ὅταν τά πάθη αὐτά θεωροῦνται καί ὡς ἰδανικές κατά-στάσεις σέ μία κοινωνία! Ὅταν ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἐπιδιώκει καί θεωρεῖ σημαντικό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἡδονή, ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα τοῦ κόσμου τούτου, πόσο περιπλέ-κονται τά πράγματα!

Ζητώντας ἀπεγνωσμένα νά βασταχθεῖ ἤ νά αὐτοβασταχθεῖ, σάν τόν πνιγμένο ἀπό τά μαλλιά του, ὁ ἄνθρωπος παραδίδεται λοιπόν στά διάφορα πάθη,τήν φιλαυτία, τόν ἐγωκεντρισμό καί δουλεύει κυριολεκτικά σ’ αὐτά. Ρυθμίζουν τήν σκέψη, τίς ἐπιλογές, τίς ἀποφάσεις, τίς ἐνέργειες, τήν ζωή του ὁλόκληρη, μέ ὅποιες ἐπιπτώσεις ἔχει αὐτό γιά τόν ἴδιο καί τό περιβάλλον του καί τήν κοινωνία ἀναλόγως μέ τήν θέση, πού κατέχει μέσα σ’ αὐτήν. Δουλεύοντας στά πάθη ὁ ἄνθρωπος ἀγχώνεται, ἀπογοητεύε-ται, καταθλίβεται, θυμώνει, κάποτε καί παραφρονεῖ. Πλησιάζει ὅλο καί περισσότερο στό τέλμα τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἀποκτᾶ ἐπάνω του δικαιώματα ὁ διάβολος καί τόν τα-λαιπωρεῖ μέχρι δαιμονισμοῦ[51].

Ἄνθισε ἡ ἀδικία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, πλέον ἀγαποῦν τόν Θεόν καί τόν πλησίον μέ ἰδιοτελῆ ἀγάπη Ὁ ἄνθρωπος καί ἔγινε ἀτομιστής καί ἐγωϊστής. Στερήθηκε τήν κοι-νωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διεστράφησαν οἱ σχέσεις του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώ-πους, ἔτσι στερήθηκαν καί τῆς τελειοποιήσεώς του, στέρηση τῆς πραγματικῆς ἀθανα-σίας τῆς ψυχῆς μέ ἀποτέλεσμα τήν φθορά καί τόν θάνατον τοῦ σώματος. Καί ἀκολού-θησε καί ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς[52].

Τό κατ’ εἰκόνα σκοτείνιασε, ἀμαυρώθηκε, ἔχασε τήν θεία Χάρι, τόν φωτεινό χιτώ-να του. Κατέστησε τό σῶμα του, πολύμοχθο, πολυπαθές καί φθαρτό, ἔγινε δουλικός καί ὑπήκοος. Ὁ αὐτοκράτορας νοῦς ἐγκαταλείπει τά ἡνία ἀπό τόν Παντοκτράτορα Θεό κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ[53].

Γίνεται αἰχμάλωτος τῆς λογικῆς του ἐνέργειας. Διασπᾶται ἐσωτερικά ὁ ἄνθρωπος καί ἀλλοιώνεται, γίνεται φρενοβλαβής.

Μετά τήν ἁμαρτία χάνει λοιπόν τήν δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθάνεται τόν Θεό Πατέρα του, τόν ἄλλο ἄνθρωπο ἀδελφό του. Ἐπίσης χάνει τήν δυνατότητα νά αἰσθά-νεται τά ὑλικά πράγματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά τά χρησιμοποιεῖ σωστά. Ἔτσι ἀρ-χίζει ἡ κατάχρηση τῆς φύσεως ἀπ’ τόν ἄνθρωπο. Δέν κάνει πλέον χρήση εὐχαριστια-κή ὅπως πρῶτα, ἀλλά μέ κατάχρηση.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπαυσε νά ζεῖ εὐχαριστιακά, θεοκεντρικά, καί ἄρχισε νά ζεῖ ἀνθ-ρωποκεντρικά, ἔχασε τόν ἄξονα, τό κέντρο τοῦ κόσμου, τόν Θεό. Ὅταν παύσεις νά ζεῖς μέ τόν Θεό καί νά τά συνδέεις ὅλα μέ τόν Θεό, εἶναι φυσικό ὅτι πλέον ὁ κόσμος δέν ἔχει γιά σένα κέντρο. Ἔτσι ὅλη ἡ ζωή ἀποδιοργανώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ τίς διάφορες πράξεις τῆς ζωῆς του διεσπασμένα, χωρίς ἑνότητα.

Ὅλες oἱ λειτουργίες τῆς ζωῆς, πού πρῶτα ἦταν συνδεδεμένες μέ τόν Θεό, τώρα ἀποσυνδέονται καί μεταξύ τους. Ἐπειδή καί αὐτές δέν ἔχουν κέντρο καί ἑνότητα, χά-νουν τήν δυνατότητα νά ἀποτελοῦν ὅλες μαζί μία Λειτουργία, δηλαδή μία προσφορά ὅλης τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό[54]».

Μετά τήν πτώση τό ρεῦμα τῆς τροφῆς ἀνατρέπεται: Τό σῶμα (ἡ σάρκα) εἶναι ἐκεῖ-νο πού «τρέφει» τήν ψυχή μέ τά σαρκικά, μέ τά «ἡδυφανῆ», δηλαδή μέ τά ὑλικά καί περαστικά. Ἡ ψυχή πλημμυρίζεται μέ τήν φθαρτή καί σαρκική ζωή, μέ τήν βιολογική ζωή. Ἔτσι δημιουργοῦνται τά σωματικά πάθη. Ὅλη ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς προσκολλᾶ-ται στά ὁρατά ἀγαθά, αἰσθητά καί ὑλικά. Ἡ ζωή τῆς ψυχῆς γίνεται σωματοκεντρική, περιορίζεται στήν ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Διάδοχος παρουσιάζει τήν πτώση κυ-ρίως ὡς προσκόλληση τοῦ νοῦ στήν ὁρατή διάσταση τοῦ κόσμου, στό αἰσθητό, στό ὑλικό καί τό σαρκικό[55].

 

Τά σωματικά καί τά ψυχικά νοσήματα λόγῳ τῆς ἁμαρτίας

ὅπως ἀναφέρονται στούς ψαλμούς[56]

 

«Αἱ ἐπιπροστιθέμεναι ψυχολογικαί ἐπιπτώσεις ἐκ τῶν παθῶν[57], ὡς τό ψυχικόν ἄλ-γος, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ ἀβεβαιότης, τό ἄγχος, ἡ ἀδυναμία, «ἡ ἀπόγνωσις, ἡ ἀπόσβεσις τῶν προσδοκιῶν, ἡ ματαίωσις τῶν ἐπιδιώξεων καί ἡ εὐρεία σειρά τῶν ψυχοσωματι-κῶν φαινομένων μεταβάλλουν τήν ζωήν εἰς μαρτύριον καί ἐπιφέρουν τήν ὀδυνηράν πρόγευσιν τοῦ θανάτου…» «… διότι ὑπερεγέμισε ἀπό θλίψεις καί συμφορές ἡ ψυχή μου καί ἡ ζωή μου περιῆλθε σέ θανατηφόρο κίνδυνο καί ἄγγιξε τό στόμιο τοῦ Ἅδου». (Ψαλ. πζ, ).

Ἡ ἀγωνία τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης κορυφώνεται ὅλον καί πε-ρισσότερο. Ὁ ἄνθρωπος ἀναφωνεῖ ἐκ βαθέων «οὐκ ἔστι εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπό προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τήν κεφαλήν μου, ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ[58]». (Ψαλ. λζ,  4 – 5).

Τό στρές[59] ἀποτελεῖ θεμελιώδη φυσιολογική ἀντίδραση ἑνός ὀργανισμοῦ ἀπέναντι σέ ἀπειλητικές γιά τήν ἰσορροπία του μεταβολές τοῦ ἐσωτερικοῦ ἤ τοῦ ἐξωτερικοῦ πε-ριβάλλοντός του. Διακρίνεται, ἀνάλογα μέ τήν διάρκειά του, σέ ὀξύ καί χρόνιο στρές, ἐνῶ τά συμπτώματά του μποροῦν νά ἐκδηλωθοῦν σέ κάθε πτυχή τῆς ἀνθρώπινης λει-τουργίας: στό συναίσθημα, στόν γνωστικό μηχανισμό σκέψη, στήν συμπεριφορά καί στό σῶμα. Τό χρόνιο στρές ἀποτελεῖ σημαντικό ἐπιβαρυντικό παράγοντα γιά τήν ἀν-θρώπινη ὑγεία, καθώς σχετίζεται μέ πολλές καί σοβαρές χρόνιες ἀσθένειες, ὅπως εἶναι ἡ κατάθλιψη, τά καρδιαγγειακά νοσήματα, ἡ νόσος τῆς ἄνοιας κ.ἄ.

     Τό σβήσιμο τοῦ λύχνου τοῦ νοῦ. Ἐσύ Κύριε, ἀναζωογόνησες τόν λύχνον τῆς ζωῆς μου, Ἐσύ ἔρριξες τό φῶς τῆς εὐτυχίας στό σκοτάδι τῆς ψυχῆς μου πού εἶναι σύμβολο τῆς δυστυχίας.Ἐσύ διώχνεις τό σκοτάδι τοῦ θανάτου.(Ψαλμ. ιζ, 29). Καί σέ ἄλλη περί-πτωση θά ἐξισώσει τήν φωτιστική ἰδιότητα καί νηπτική λειτουργία τοῦ νοῦ του, μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ χάρη ἀκριβῶς στόν νηπτικό νοῦ τοῦ Δαβίδ ὁ νόμος τοῦ Θε-οῦ γίνεται κι αὐτός λύχνος καί φῶς στήν πνευματική του πορεία. (Ψαλ.ριη, 105)[60].

 

Λογισμοί[61]. Ἄς μήν ἀφήσουμε ἀπό ἀμέλειά μας νά εἰσβάλει στήν καρδιά μας ὁλό-κληρο τό σῶμα τοῦ «ὄφεως» δηλαδή οἱ λογισμοί, – πρᾶγμα πού σημαίνει συγκατά-θεση στόν πειρασμό – γιατί εἶναι προφανέστατο ὅτι, ἄν αὐτός εἰσχωρήσει στήν καρδιά μας, τότε θά νεκρώσει μέ τό δηλητηριῶδες τσίμπημά του τόν αἰχμαλωτισμένο νοῦ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο πρέπει «ἀπό πολύ νωρίς τό πρωΐ» δηλαδή, ἀπό τήν γέννησή τους νά ἐξολοθρεύσουμε «ὅλους τούς ἁμαρτωλούς δηλαδή τούς λογισμούς, πού πολεμοῦν τήν χώρα μας (τήν καρδιά μας), (Ψαλμ. ρ. 8), μέ τό φῶς τῆς γνώσεως. Καί ἐν ὅσῳ αὐ-τά εἶναι ἀκόμα μικρά, «θά κρατήσουμε τά νήπια τῆς Βαβυλώνας[62] δυνατά μέ τά χέρια μας καί θά τά συντρίψουμε πάνω στόν βράχο, δηλαδή τόν Χριστό» (Ψαλ. ραστ΄, 9). Ὅπως ἕνα ἔντομο πέφτει στήν παγίδα τῆς ἀράχνης ἀμέσως καταστρέ-φεται. Εἰδάλ-λως, ἄν δέν τά ἐξοντώσουμε ἤδη ἀπό τήν πρώτη τους ἐμφάνιση, ἡ ἀνοχή μας θά τούς ἐπιτρέψει νά αὐξηθοῦν καί νά πληθυνθοῦν. Θά δυναμώσουν καί θά ὀρθωθοῦν ἐναντί-ον μας. Καί τότε, μόνο μέ τεράστιες προσπάθειες καί ὑπέρμετρους κόπους θά μπορέ-σουμε νά ἐπιβληθοῦμε σ’ αὐτά καί νά τά κατανικήσουμε[63].

      «Νεκρούς μή φοβᾶσαι, – λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξ.- δέν εἶναι ἀληθινά πράγ-ματα, εἶναι παιχνίδια τῆς φαντασίας καί λόγια τοῦ διαβόλου. Ἐάν ἀντισταθεῖτε σ’ αὐ-τούς ἀμέσως διαρκορπίζονται κατά τόν θεῖον Ἰάκωβον, «ἀντισταθεῖτε καί θά φύγει ἀπό σᾶς». (Ἰακ. δ, 7)[64].

Εἶναι ἡ αἰτία κάθε ἁμαρτίας καί πάθους.

     Ἡ πορεία τοῦ λογισμοῦ. Προσβολή εἶναι ἡ ἁπλή ὑπόμνηση τοῦ διαβόλου. Συν-δυασμός εἶναι ἡ παραδοχή καί ἡ συνομιλία τοῦ λογισμοῦ πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ διά-βολος. Πάλη εἶναι ἡ ἀντίσταση στό λογισμό πρός τό πάθος πού αὐτός περιέχει.

Πάθος εἶναι ἡ ἕξη πού δημιουργεῖται ἀπό τήν συνομιλία μέ τόν λογισμό μέ τή συνεχῆ μελέτη καί τήν φαντασία. Συγκατάθεση νά πραγματοποιήσει τό πάθος. Ἐνέργεια ἡ συνεχόμενη πράξη τοῦ ἐμπαθοῦς λογισμοῦ. Αἰχμαλωσία εἶναι ἡ βίαιη καί ἀθέλητη ἀπαγωγή τῆς καρδιᾶς[65].

«Ραθυμότοκοι» λογισμοί εἶναι αὐτοί που γεννοῦν τήν ραθυμία, τήν τεμπελιά, τήν πνευματική ραστώνη. Λογισμοί πού γεννοῦν μία παθητική θεώρηση τῆς ζωῆς καί τῶν περί αὐτῆς πραγμάτων.

«Ρέμβομαι», σημαίνει περιφέρομαι, περιπλανιέμαι καί περιτριγυρίζω καί αὐτά τά κάνω ἄσκοπα, χωρίς συγκεκριμένο στόχο καί νόημα. Μέ μιά αἴσθηση αὐτοπαραδό-σεως στήν ἁμαρτωλή ἀπάθεια, σέ αὐτό πού μέ μιά φράση πλέον γνωρίζει ὁ κόσμος ὡς «ἡ ζωή τοῦ καναπέ».

Ὁ ἄνθρωπος, πού διακατέχεται ἀπό ραθυμότοκους λογισμούς καί ἄσκοπους ρεμβα-σμούς, παρουσιάζει μία ἐξώκοσμη εἰκόνα, πού ἔχει καί σωματικές ἐπιπλοκές. Ἐφ’ ὅ-σον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὀντότητα καί ἑνότητα, οἱ πνευματικές καταστά-σεις ἐπηρεάζουν τίς σωματικές λειτουργίες.

Ὁ μετεωρισμός εἶναι τό πρῶτο σύμπτωμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ νοῦς «πετᾶ» στίς κοσμι-κές ἡδονές. Τόν χρησιμοποιοῦμε μόνο ὡς δικαιολογία γιά νά μήν κάνουμε τίποτα. Εἶ-ναι ἕνας αἰθεροδρόμος νοῦς πού μένει στά συννεφάκια καί δέν κατεβαίνει ἀπό ἐκεῖ μέ τίποτα. ἡ φωτιστική ἐκείνη χάρις Του, θά διώξει τά σκοτάδια τῶν ραθυμοτόκων λογι-σμῶν καί τῶν ἀσκόπων ρεμβασμῶν[66]».

 

     Ἡ πλήρης ἀπορρύθμιση τῆς ψυχῆς μου. Μέσα σ’ αὐτούς τούς στίχους περιγρά-φεται μέ εἰκόνες ζωντανές, συγκλονιστικές ἡ κατάσταση τῆς θλίψης τῆς πονεμένης ψυχῆς. Ἡ ζωή χάνεται, σάν καπνός, πού τόν σκορπίζει ὁ ἄνεμος, τό ὀστά ἔχασαν κά-θε δύναμη γιά νά σηκώσουν τό βάρος τοῦ σώματος, γιατί ἔχουν γίνει σάν φρύγανα.

Εἶμαι σάν ξερό χορτάρι -λέγει ο ψαλμωδός- καί δέν ἔχω ὄρεξη γιά φαγητό. Ξεχνῶ νά φάω, γιατί κλαίω συνέχεια καί δυνατά, μέχρι πού κόλλησαν τά κόκκαλά μου στό δέρ-μα μου. Μοιάζω σάν τόν πελεκάνο πού ζεῖ στήν ἔρημο. Κατάντησα σάν τό κλαψο-πούλι πού βγάζει φωνές μέσα ἀπό ρημαγμένο σπίτι. Μένω ἄϋπνος ἀπό τήν στενοχώ-ρια μου. Μοιάζω σάν τό σπουργίτι πού μένει μόνο του χωρίς σύντροφο. Ὁλημερίς μέ περιγελοῦν οἱ ἐχθροί μου καί οἱ φίλοι μου, πού πρῶτα μ’ ἐπαινοῦσαν, τώρα πολύ μέ μισοῦν. Εἶμαι πολύ λυπημένος, Κύριε, μέχρι πού τρεφόμουν μέ τήν στάχτη τοῦ πέν-θους μου καί πίνω γιά νερό τά δάκρυά μου. Κι ὅλ’ αὐτά τά περνῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου. Ἔτσι ἡ ζωή μου χάνεται σάν σκιά καί ξεραίνεται σάν τό χορτάρι, πού τό ρίχνουν στήν φωτιά. Ἔτσι κατάντησα, Θεέ μου. Εἶναι τραγική ἡ ζωή μου. (Ψαλ.ρα, 4-12[67]).

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία τοῦ ρκε Ψαλμού «Τήν αἰχμαλω-σία Σιών σύ ἐξείλου ἐκ Βαβυλῶνος…», σημειώνει: «Εἶναι ὁ πιό ἁρμοδιώτερος ὁ Ἀνα-βαθμός αὐτός γιά κάθε Χριστιανό, ἀδελφέ, γιατί καί σύ σκλαβώθηκες ἀπό τήν ἁμαρ-τία, ἡ ὁποία σκλαβιά εἶναι πολύ χειρότερη ἀπό τήν σωματική.Ὅσοι σκλαβώθηκαν σω- ματικῶς βρίσκουν καί ἔλεος πολλές φορές ἀπό αὐτούς πού τούς σκλάβωσαν καί στήν ψυχή δέν βλάπτονται. Ἐκεῖνος ὅμως πού σκλαβώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία δέν λαμβάνει καμ-μία εὐσπλαχνία καί ἔλεος, ἀλλά τυραννεῖται καί πραγματοποιεῖ ἀπό αὐτή τήν βάρβαρη καί ἄσπλαχνο δέσποινα καί τά πλέον ἄτιμα ἔργα. Γι’ αὐτό φεῦγε, ἀδελφέ, ἀπό αὐτήν τήν ἀπάνθρωπη σκλαβιά καί τυραννία τῆς μιαρᾶς δέσποινας τῆς ἁμαρτίας, καί ποτέ νά μήν ἀποκτήσεις σχέσεις[68]».

 

 Κτηνώδης τρέλλα καί παραλογισμός. Ὁ Θεός ἔθεσε μέσα στόν ἄνθρωπο ἕνα μέ-ρος τῆς ἰδικῆς του Χάριτος, ὥστε τό ὅμοιον νά γνωρίζει καλά τόν ὅμοιον. Ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ ἔπαυσε νά ἀκολουθεῖ τόν Θεό καί νά τοῦ μοιάσει, ἔγινε δοῦλος τῶν παθῶν τῆς σαρκός, «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά».(Ψαλ. 48, 21) Δέν θέλει νά κατατανοήσει τά τόσο μεγάλα σχέδια πού ἔγιναν χάριν αὐτοῦ καί ἀπό ἐκεῖνα νά γνωρίσει τόν πολύτιμο ἑαυτόν του· ἀλλά ξεχνᾶ ὅτι ἐφόρεσε τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, ἀφοῦ ἔχασε τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου. (Α΄.Κορ. 15, 49)[69].

 

     Διαταραχές τῆς καρδιακῆς λειτουργίας: «Κακοπάθησα καί ταλαιπωρήθηκα πά-ρα πολύ, οὔρλιαζα σάν πληγωμένο λιοντάρι ἀπό τόν ἀβάσταχτο πόνο τῆς καρδιᾶς μου…Ἡ καρδιά πάλλει βίαια καί εἶναι ταραγμένη καί ἡ σωματική μου δύναμη μέ ἐγ-κατέλειψε καί ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς μου».(Ψαλ. λζ΄. 9 καί 11, 39, 13).

     «Ὅσοι νικοῦνται ἀπό τήν πικρή ἡδονή τούς καταληστεύει τόν νοῦ καί τούς ὁδηγεῖ σ’ αὐτά πού δέν πρέπει. Ὅταν αἰχμαλωτισθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τήν πονηρή ἡδονή, τότε ὁ σατα- νᾶς τήν γεμίζει μέ θορύβους καί γεννᾶ μέσα στήν ψυχή πονηρούς λογισμούς πού τήν θολώνουν τελείως, καί εἶναι γεμάτη ἀπό νοητό σκοτάδι, ἐπειδή ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας τήν ἕλκει σ’ αὐτό πού εἶναι ἐσφαλμένο[70]».

 

     Ὀστικά ἄλγη: «Συγκλονίστηκαν καί ἐξαρθρώθηκαν τά ὀστά μου καί ἡ δύναμή μου (κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο) καί διαλύθηκαν ἀπό τήν μεταξύ τους ἁρμο-νία». (Ψαλ. στ, 3).

«Ὀστᾶ» ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὀνομάζει τούς συνετούς λογισμούς, πού στηρίζουν τήν ψυχή, καί τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες ἀνυψώνουν τήν πνευματι-κή σωφροσύνη καί κάθε εἶδος ἀρετῆς. Εἶναι βέβαιο ὅτι, ὅταν ἀτονεῖ μέσα μας ἡ ἀρε-τή, κυριαρχεῖ ὁπωσδήποτε ἡ (ἡ σαρκική) ἡδονή, ἡ ὁποία μᾶς ὠθεῖ στήν ἁμαρτία[71].

 

     Διαταραχές τῆς ὅρασης: «Ἐξαντλήθηκα στενάζοντας γιά τήν ἀθλιότητά μου. Τά μάτια μου τρεμοσβήνουν» καί «δέν μποροῦσαν νά βλέπουν…καί κινδυνεύω νά τυ-φλωθῶ» (Ψαλ. στ, 7, καί Ψαλ. λθ,13).

Ἄς σχολάζουμε ἔστω καί ἐν μέρει, γιά νά μπορεῖ νά ἀρχίζει ὁ νοῦς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, καί ἡ διάνοια νά ἑλκύουν τό θεῖο Φῶς· καί ἔχει διώχνεται τό σκοτάδι πού ἐδημιούργησε ἡ ἁμαρτία[72].

Πρίν παραβεῖ ὁ Ἀδάμ τήν ἐντολή εἶχε καθαρά μάτια, φωτιζόμενα ἀπό τό θεῖο Φῶς καί εἶχε ἔννοιες ἀγαθές[73].

 

     Διαταραχές τοῦ πεπτικοῦ συστήματος: «Ταράχθηκε ἡ γαστήρ μου» (Ψαλ. λ,10).

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν βαθειά πείρα τους καί τή γνώση τῆς ἀνθρώ-πινης ψυχῆς, θεωροῦν ὅτι ἡ βία, ἡ καταστροφικότητα, ἡ ἀχαλίνωτη συμπεριφορά, συ-χνά, εἶναι ἀπότοκα τῆς ὑπερηφάνειας καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς: Δη-λαδή ἡ πικρία, οἱ φωνές, τό εὐέξαπτον, τό θράσος, ὁ τύφος, ἡ ἀλαζονεία, καί πολλά ἄλλα, εἶναι πάθη πού προέρχονται ἀπό τόν θυμό[74] καί δημιουργοῦν καί πολλά γαστρο- λογικά προβλήματα.

 

     Ἀπώλεια ἰσχύος ἐξάντληση: «Δέν ὑπάρχει ὑγιές μέρος στό σῶμα μου οὔτε ἡσυχία ἔχουν τά ὀστά μου» (Ψαλ. λζ, 4). Γιατί ἔχει καταστραφεῖ μέ τίς φροντίδες καί ἔχει λειώσει μέ τίς βλαπτικές μέριμνες[75]. Μελετώντας λοιπόν τήν Παράδοση καί τήν θεο-λογία τῆς Ἐκκλησίας μας, φθάνουμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ σχέση μεταξύ ἁμαρτίας καί ψυχικῶν διαταραχῶν εἶναι σχέση αἰτίου καί ἀποτελέσματος. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό αἴτιο τῆς ἀσθενείας, τά ψυχικά νοσήματα εἶναι συμπτώματα ὀδυνηρά καί βασανιστι–κά.

     Αἴσθημα φόβου καί τρόμου: «Φόβος καὶ τρόμος ἦλθαν ἐντός μου καί τό σκοτάδι τῆς ἀθυμίας κατέλαβε τήν ψυχή μου». (Ψαλ. νδ, 6).

Ἀπό τήν εἴσοδο τῶν παθῶν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δημιουργήθηκε ὁ φόβος καί ὁ τρόμος στήν ζωή του

Τό βαθύτερο αἴτιο του φόβου γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ πυρήνας, θά λέγαμε, τῆς κάθε ἀνασφάλειάς του εἶναι, κατά τούς εἰδικούς μελετητές, ἡ ἀπειλή τοῦ θανάτου, τῆς ὁποί-ας τά αἴτια εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τά ἐπιμέρους φοβικά σύνδρομα, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ φόβος τῆς ἀρρώστιας, τῆς ἀλλαγῆς, τῶν καιρικῶν φαινομένων, τῆς διακοπῆς τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, τῆς ἀπόρριψης ἤ τῆς ἀπώλειας τῆς ἰδεατῆς εἰκόνας τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι εἰδικότερες ἐκδηλώσεις τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ φόβου, τοῦ φόβου τοῦ θανάτου.

Στήν σκέψη τῶν ἁγίων Πατέρων: τό θέμα τοῦ θανάτου, μέ τό ὁποῖο ἔρχεται ἀντιμέ-τωπος ὁ ἄνθρωπος εἴτε ὡς ἐπικείμενο προσωπικό γεγονός εἴτε ὡς συμβάν σέ ἄλλους συνανθρώπους του, τόν φέρνει ἐνώπιον τοῦ προβληματισμοῦ τῆς ὕπαρξης καί ἐν συ-νεχείᾳ τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ καί τόν κρατάει τόν ἄνθρωπο σέ ἐγρήγορση καί διεγείρει μέ-σα του τήν ἐπιθυμία γιά ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας[76].

      «Μέ περιέσφιξαν κίνδυνοι θανάτου καί ἐπικίνδυνοι ὅπως οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ τούς ὁποίους οἱ παράνομοι ἄνθρωποι τούς ἐξαπέλυσαν σάν ὁρμητικούς χειμάρρους καί μέ συντάραξαν. Κίνδυνοι τοῦ Ἅδου μέ περικύκλωσαν καί συνάντησα θανατηφό-ρες παγίδες» (Ψαλ. ιζ, 5–6).

     Ὁ δειλός ἄνθρωπος ὑποφέρει ἀπό δύο νόσους, τῆς φιλοσωματίας καί τῆς ὀλιγοπι-στίας, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος[77].

 

     Ἀθυμία καί λύπη: «Καὶ ἐκάλυψέ με σκότος[78] (ἀθυμίας λόγω τῶν παθῶν καί τῶν λογισμῶν). Εἶναι τό μεγαλύτερο σημεῖο τῆς ἀγωνίας του…Τόσο δύσκολη ἦταν ἡ κα-τάσταση αὐτή ὥστε ἔχασε τήν ὄρεξη τοῦ φαγητοῦ ἀπό τήν λύπη τῆς καρδίας του». (Ψαλ. νδ, 6 καί Ψαλ. ρα, 5). «Γιατί λοιπόν εἶσαι περίλυπος, ὦ ψυχή μου, καί ταράσ-σε-σαι κυριολεκτικά;» (Ψαλ. μα, 6). Ἡ ἀθυμία εἶναι ὀδυνηρότερη ἀπό τόν θάνατο. Ὅταν τόν τάραζε μόνος του ἐκεῖνος ὁ φόβος, εὔλογα ἔκαμε τό νά ξεφύγει ἀπ’ αὐτόν. Μόλις ὅμως ἡ ἀθυμία ἐγκαταστάθηκε κι ἐπέδειξε τήν φύση της, κατατρώγοντας, λειώ-νοντας, λιανίζοντάς τον μέ τά δόντια της, ἔγινε ἀνυπόφορη· τότε λοιπόν νόμισε ὅτι τό βαρύμετρο ἀπό ὅλα εἶναι ἐλαφρότερο ἀπό αὐτήν. Ἔτσι καί ὁ προφήτης Ἰωνᾶς γιά νά ἀποφύγει τήν ἀθυμία, προτίμησε τόν θάνατο, γιατί τόν προτιμοῦσε ἀπό τήν ἀθυμία. (Ἰωνᾶς δ, 3). Τό ἴδιο καί ὁ Δαβίδ ἐπισημαίνει. «Ὅταν παρατάχθηκε ὁ ἁμαρτωλός ἐναντίον μου», λέγει, «κουφάθηκα καί ταπεινώθηκα καί σιώπησα ἀπό ἀγαθά λόγια, καί ὁ πόνος μου αὐξήθηκε» (Ψαλ. λη, 2 – 4), δηλώνοντας ὅτι τό πῦρ ἐκεῖνο, τό πάθος τῆς ἀθυμίας εἶναι δυνατώτερο ἀπό τό πῦρ. Γι’ αὐτό μή μπορώντας νά ὑποφέρει τίς πληγές καί τίς ὁδύνες της λέγει· «λάλησα μέ τήν γλῶσσα μου…» Καί τί λαλεῖς; Πές μου. Θάνατο ζητεῖ καί αὐτός λέγοντας· «γνώρισέ μου Κύριε, τό τέλος μου καί ποιός εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν ἡμερῶν μου, γιά νά μάθω, πόσο θά καθυστερήσω» (Ψαλμ. λη, 5). Εἶναι ἡ ἀθυμία τό χειρότερο ἀπό ὅλα τά πάθηματα καί ὁ κολοφώνας τῶν δεινῶν[79]».

Μέ τήν παρακοή τους οἱ πρωτόπλαστοι ἀπαρνήθηκαν τήν θεία Χάρη, τό θεῖο Φῶς· ἔτσι σκοτίστηκε ὁ νοῦς[80], ἔφυγε ὁ νοῦς ἀπό τήν καρδιά, χάθηκε ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ καί αἰχμαλωτίστηκε ἡ νοερή ἐνέργεια ἀπό τήν λογική καί ἔμειναν στό πνευματικό σκοτάδι πού δημιούργησε ἡ ἀθυμία. Καί ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ σκότους ξηράθηκαν οἱ καρδιές τους, γιατί ἡ δροσιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν μποροῦσε νά καθίσει σέ ἀμετανόητες καρδιές,

Νά ἀγαπᾶς τήν ζωήν σου, νά παρηγορεῖς τήν καρδίαν σου καί νά διώχνεις μακριά ἀπό σέ τήν λύπη,διότι ἡ λύπη πολλούς ἔχει καταστρέψει, καμμία δέ ὠφέλεια δέν ὑπάρχει σ’ αὐτήν. (Σοφ. Σειράχ λ, 23).Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τήν κοσμική λύπη πού συν- δέεται κυρίως μέ τήν ἀθυμία τήν ἀκηδία καί τήν κατάθλιψη. Ἡ κατά Θεόν λύπη εἶναι ἡ μετάνοια.

Ἡ λύπη εἶναι μέθη, διότι καταπνίγει τήν διάνοια.

 

     Αἴσθημα περιφρόνησης: «Ὅλοι μέ περιγελοῦν, ψιθυρίζουν ἐναντίον μου, κινοῦν εἰρωνικά καί μέ περιφρόνηση τήν κεφαλήν τους» (Ψαλ. κα,8).

 

     Αἴσθημα ἐνοχῆς: «Λυπήσου με γιατί σέ σένα μόνον ἁμάρτησα, παραβιάζοντας τόν νόμο σου καί σέ πρόσβαλα» (Ψαλ. ν, 6). Δέν δικαιολογεῖ τόν ἑαυτόν του ὁ Δαβίδ, γιατί ἡ δικαιολογία εἶναι μορφή κρυφοῦ ἐγωϊσμοῦ,ἀλλά ὁμολογεῖ καί καταδικάζει ὅτι ἁμάρτησε καί τό ἀναγνωρίζει, γιά νά φανεῖ ὅτι ἡ τιμωρία του εἶναι ἀπόλυτα δίκαιη[81].

 

     Αἴσθημα ἐγκατάλειψης καί μοναξιᾶς: «Ὅπου καί ἄν στραφῶ μέ ἐμπαίζουν γιά τήν ψυχική μου κατάσταση καί ταλαιπωροῦν τό σῶμα μου. Περίμενα κάποιον νά μέ συμπονέσει ἀλλά δέν βρέθηκε κανένας. Ἀναζήτησα κάποιον νά μέ παρηγορήσει καί δέν βρῆκα κανένα» (Ψαλ. ξη,21).

 

     Αἴσθημα συναισθηματικῆς ὑπερφόρτωσης: «Οἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου αὐξή-θηκαν πάρα πολύ» (Ψαλ. κδ,17). «Οἱ ἀνάγκες καί οἱ στενοχώριες μοιάζουν μέ βάρα-θρο πού ἐπιθυμεῖ νά ἐξέλθει».

 

     Στεναγμοί – κλάματα: «Ἐξαντλήθηκα στενάζοντας γιά τήν κατάστασή μου, μέ τά πολλά δάκρυά μου λούω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνη μου, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μου» (Ψαλ. στ, 7).

«Ὑπόσχεται ὅτι θά γίνει ἕνας πάρα πολύ φιλόπονος καί δέν θά ἀγαπήσει τήν μαλ-θακή καί ἄνετη ζωή[82].

«Ἐξαντλήθηκα στενάζοντας γιά τήν κατάστασή μου, μέ τά πολλά δάκρυά μου λούω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνη μου, λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μου» (Ψαλ. στ, 7). Ὑ-πάρχουν καί δάκρυα ἀπό τήν ἔλλειψη εὐαισθησίας καί ἀπό τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Πρόκειται γιά τά δάκρυα τοῦ δικαίου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος συνθλίβεται κάτω ἀπό τό βαρύ φορτίο τῆς ἀνησυχίας τῆς ἀγωνίας καί τῶν θλίψεων αὐτοῦ τοῦ κόσμου[83].

Ἡ ἐνέργεια τῶν παθῶν, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, ἔχει κέντρο ἀνάπτυξής της τό λογιστικό, θυμικό καί ἐπιθυμητικό. Κάθε φορά πού προσβάλλει τό πάθος τήν κάθε δύ-ναμη τῆς ψυχῆς, τότε τήν ἀλλλοιώνει καί παίρνει τόν χαρακτηρισμό τῆς ἰδιαιτερότη-τας τοῦ ἁμαρτήματος, πού γεννιέται ἀπό τήν συγκεκριμένη αὐτή προσβολή.  Ἄν κτυ-πήσει τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, τότε γεννᾶ σ’ αὐτήν τήν κενοδοξία, τήν ἔπαρση, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἀλαζονεία, τήν ἔριδα καί τήν αἵρεση. Ἄν πληγώσει τό θυμικό μέρος, θά προκαλέσει τήν ὀργή, τήν ἀνυπομονησία, τίς θλίψεις, τήν ὀκνηρία, τήν μι-κροψυχία καί τήν σκληρότητα. Ἄν καταστρέψει τό ἐπιθυμητικό, τότε φέρνει τήν λαι-μαργία, τήν ἀκαθαρσία, τήν φιλαργυρία, τήν πλεονεξία, καθώς καί ὅλες τίς ὀλέθριες καί γήϊνες ἐπιθυμίες[84].

 

     Ἀκηδία[85]. «Προσευχή τῷ πτωχῷ ὅταν ἀκηδιάση καί ἐναντίον Κυρίου ἐκχέη τήν δέησιν αὐτοῦ». (Ψαλ. ρα, 1). Πτωχό ἐδῶ ὀνομάζει ἡ ἐπιγραφή ἐκεῖνον πού χρειάζεται τήν θεία βοήθεια. Καί σέ τοῦτον ἁρμόζει ἡ προσευχή τοῦ παρόντος ψαλμοῦ, ὁ παρών Ψαλμός. Ὅταν ἀκηδιάσει, δηλαδή λιγοψυχήσει πολεμούμενος ἀπό τούς ἀοράτους ἐχθ-ρούς, τότε προσφέρει τήν δέησή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά προηγουμένως τόν ἔγραψε γιά τόν ἑαυτό του ὁ δθάβολος ὅταν τόν δίωκαν καί λιγοψύχησε· καί γιά τοῦτο δεήθηκε στόν Θεό. Στόν 90ο Ψαλμό, 6, ἀναφέρεται ὡς δαιμόνιο πού ἐνεργεῖ κατά τήν μεσημβρία[86].

Χαλάρωσε ὁ ψυχικός μου τόνος λόγω ἀκηδίας (ἀθυμίας). Ἐνίσχυσέ με διά τῶν λόγων Σου στήν ἀτονία αὐτήν. (Ψαλ. ριη, 28). Ἡ ἀκηδία εἶναι κίνηση ἀπό τόν πολυχρόνιο θυμό καί ἀπό τήν ἐπιθυμία καί ἀπό τήν συνεχῆ προσβολή τῆς ψυχῆς ἀπό τήν θλίψη λόγω ἁμαρτιῶν.

Διότι ἡ καρδίαν μου κατελήφθη ἀπό ἀκηδία (μεγάλη λύπη) (Ψαλ. ξ, 3).

«Μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια ἀκηδία εἶναι γενική ψυχοσωματική κατάσταση, πού χα-ρακτηρίζεται ἀπό ἀρνητισμό ὑπαρξιακό, ἀπό ἀϋπνία καί ἀνορεξία, ἀπό ἀπελπισία καί μελαγχολία, ἀπό ἀνερμάτιστες καί «συγκεχυμένες» σκέψεις καί ἀπό τάση αὐτοκατά-στροφῆς, ἀπό κατάκριση «τῶν πάντων» καί ἀπό ἀδράνεια[87].

Ὅταν θελήσει ὁ Θεός, γράφει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, νά δοκιμάσει τόν ἄνθρωπο ἀκόμη περισσότερο, παραχωρεῖ νά πέσει στά χέρια τῆς μικροψυχίας. Καί αὐτή γεννᾶ μέσα του πανίσχυρη ροπή πρός ἀκηδία, πού τόν κάνει νά γεύεται τόν ψυχικό πνιγμό (δηλαδή τό ἄγχος), νά δοκιμάζει τήν ἴδια γεύση τῆς κολάσεως. Καί ἔτσι ἐξαπολύεται ἐναντίον μας τό πνεῦμα τῆς μανίας καί ταραχῆς, πού εἶναι πηγή μυρίων πειρασμῶν, τῆς σύγχυσης, τοῦ θυμοῦ, τῆς βλασφημίας, τῆς μεμψιμοιρίας, οἱ διεστραμμένοι λογι-σμοί, καί τά παρόμοια[88].

 

     Θυμός. «Ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου» (Ψαλ. στ,8), «ἐταράχθη ἐν θυμῷ ἡ ψυχή μου» (Ψαλ. λ,10).

Ὁ θυμός εἶναι ἡ μέθη τῆς ψυχῆς, διότι τήν κάνει παράφρονα, ὅπως ὁ οἶνος.

Θυμοῦ συνέπειες: ἡ βλασφημία, ἡ μεμψιμοιρία, οἱ διεστραμμένοι λογισμοί, ἡ ἀπό χώρας σέ χώρα μετάβαση, καί τά ὅμοια μέ αὐτά.

 

     Φόβος. «Κατάντησαν νά μέ φοβοῦνται ἐκεῖ, ὅπου δέν ὑπάρχει φόβος, διότι ὁ Κύ-ριος μόνο στήν γενεά τῶν δικαίων εἶναι προστάτης καί ὄχι αὐτῶν». (Ψαλ. ιγ, 5).

«Δέομαι σέ σένα καί ἀπάλλαξέ με ἀπό τόν φόβο πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός μου». (Ψαλ. ξγ, 2). Kαί γενικά, τό κάθε πάθος πού παραλογίζει τόν νοῦ δικαίως θά ὀνομα-ζόταν μέθη. Σκέψου, παρακαλῶ, τόν ὀργιζόμενο πῶς μεθᾶ ἀπό τό πάθος. Δέν εἶναι ὁ ἴδιος κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀγνοεῖ τόν ἑαυτό του,ἀγνοεῖ τούς παρόντες, σάν νά μάχε- ται μέσα στήν νύχτα τά πιάνει ὅλα, σκοντάφτει σ’ ὅλα, δέν ξέρει τί λέγει, εἶναι δυσκο-λοσυγκράτητος, ὑβρίζει, κτυπᾶ, ἀπειλεῖ, ὁρκίζεται, κραυγάζει, ξεσχίζεται[89].

 

     Ἀπελπισία «Δοκιμάζει ἡ καρδιά μου νύχτα καί ἡμέρα μεγάλες ὀδύνες κινδύνων καί κινδυνεύω νά συλληφθῶ. Ἐάν κλονισθῶ καί πέσω, οἱ ἐχθροί μου θά χαροῦν πολύ». (Ψαλμ. ιβ,3). «Οἱ ἐχθροί μου μέ περικύκλωσαν σάν μόσχοι ἀτίθασοι. Ἡ δύναμή μου ἔχασε τήν τελευταία ἰκμάδα, ἔγινα σάν στερεό κεραμίδι καί ἔφθασα στό χῶμα τοῦ τάφου. Τοῦτο θά γίνει, διότι οἱ ἐχθροί μου ὡς ἀγέλη σκύλων μέ περιεκύκλωσαν». (Ψαλ. κα, ιγ, ιστ).

 

     Ἀποθάρρυνση «Ὅταν ὅμως ἐμβάθυνα στίς συμφορές μου ἡ ψυχή μου ὀλιγοψύχη-σε. (Ψαλ. οστ, 4)[90]. Ἀπόγνωση! «Ὁ Δαβίδ πρός τούς ἔχοντας χάσει τό θάρρος τους: «Πολλοί λέγουν. Ποιός θά μᾶς δώσει τά χρειώδη γιά τήν ζωή μας κατά τήν περίοδο αὐτή πού εἴμαστε στενοχωρημένοι; Ἀπαντῶ: Ἡ φωτεινή μορφή Σου, Κύριε». (Ψαλ. δ, 7). Ἀλλοίμονο ὅλοι παρεξέκλιναν τῆς εὐςθεία ὁδοῦ, καί ἔγιναν διεφθαρμένοι …Κατήντησαν νά φοβοῦνται ἐκεῖ, ὅπου δέν ὑπάρχει φόβος. Χλευάζετε ἐσεῖς οἱ ἀσε-βεῖς δυστυχῶς τήν σκέψη τοῦ καταδυναστευομένου πτωχοῦ». (Ψαλ. ιγ, 3, 6).

 

     Ἀπογοήτευση. «Ἔλεγαν γιά μένα. Δέν ὑπάρχει πλέον καμμία σωτηρία σ’ αὐτόν. Ἐκφράζει τήν κατάπληξή του διά τό πλῆθος τῶν ἐχθρῶν του πού τόν ἀπειλοῦσαν ὅτι

δέν θά γλυτώσει». (Ψαλ.γ, 3 – 4).

 

     Θέλημα καί δικαίωμα. Τό ἐγωκεντρικό καί ἐμπαθές θέλημα, διδάσκει στήν Ε΄. δι-δασκαλία του ὁ ἅγιος Δωρόθεος. Λέγει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τό θέλημά του, τότε μπορεῖ νά λέγει: Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θά ξεπεράσω αὐτό τό τεῖχος. Τοῦ Θεοῦ ὁ δρόμος εἶναι καθάριος καί εὐθύς (Ψαλ. ιζ, 30 -31). Ὅταν ὅμως ταυτισθεῖ μέ τό θέλημά του, δέν βλέπει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ εὐθύ καί καθάριο καί ὁδηγεῖται στήν πλάνη, στήν ἀνυποταξία καί μέ τήν ἕνωση τοῦ δικαιώματος εἶναι θανατηφόρα πλήγ-ματα ἤ καί σίγουρος αὐτός ὁ πνευματικός θάνατος[91].

 

     Βαθυμίας. «Ὦ Θεέ μου, σῶσέ με, διότι μεγάλοι κίνδυνοι ὡς κατακλυσμοί ὑδάτων ἔφθασαν καί ἀπειλοῦν τήν ζωήν μου. Χώθηκα στό βάθος τοῦ βούρκου κάτω τοῦ ὁποί- ου δέν ὑπάρχει σταθερός πυθμένας. Ἔτσι διαρκῶς καταβυθίζομαι λόγῳ τῶν συμφο-ρῶν μου· εἶμαι σάν νά βρίσκομε στό ἀνοικτό πέλαγος, ὅπου σφοδρή καταιγίδα μέ ἀπειλεῖ νά μέ καταποντήσει». (Ψαλ. ξη, 2)…«Κατάντησα ἄνθρωπος χωρίς καμμιά βοήθεια, ριγμένος ἀνάμεσα σέ νεκρούς, μακριά ἀπό κάθε κοινωνία μέ τούς ζῶντες. Οἱ συμφορές μου μέ βύθισαν σέ λάκκο θανάτου βαθύτατο, σέ σκοτεινούς τόπους τοῦ Ἅ-δυο, ὅπου ὁ θάνατος ἔχει ρίξει τήν σκιά του. (Ψαλ. πζ, 5 – 7).

     Στήν ζωή θά ἔλθουν θλίψεις, πόνος, δυσκολίες, ἀναποδιές, ἀδικίες, ἡ κακότητα τῶν ἀνθρώπων πού σέ ἐξευτελίζουν στά μάτια τῶν ἄλλων κ.τ.λ. (Ψαλ. ραη, 50, 92, 153).

Ποιό εἶναι το φάρμακο γιά τήν θεραπεία ἀπό αὐτούς τούς πειρασμούς; Εἶναι ἡ ἐλπί-δα[92]. Πῶς ὅμως θά ἀντιμετωπιστοῦν; Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά εἶναι ἀντικεί-μενο μελέτης καί κατανοήσεως (Ψαλ. ραη, 13, 15) γιά τόν Ψαλμωδό. Τότε ἐνδείκνυ-ται πιό πολύ ἡ μελέτη τοῦ θείου νόμου γιά νά τά ξεπεράσει. Μόνο μέ τήν βοήθεια τοῦ θείου νόμου, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ ταπείνωση[93]. (Ψαλ. ραη, 25) «παρακαλεῖ», παρηγορεῖ βαθιά καί ἀποτελεσματικά τήν ψυχή καί τήν ἀπελευθερώνει ἀπό τήν ἔσχατη ἐξουδέ-νωσή της. (Ψαλμ. ραη, 50, 153), Γι’ αὐτό ὁ ποιητής στρέφεται γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη καί δοξολογία πρός τόν Κύριο, τόν δοτῆρα τοῦ νόμου. Ὅσο τόν γνωρίζω τόν νόμο σου, ὅσο τόν ἐρευνῶ βαθύτερα τόσο καί γεμίζει ἡ ψυχή μου ἀπό βαθύ θαυμασμό, (Ψαλμ. ραη, 129), καί περισσότερο ὅταν μάθω ὅλα τά δίκαια προστάγματά Σου. Δίδαξέ με λοιπόν. Γιατί ἀπό τόν νόμο Σου εὐεργετήθηκα πάρα πολύ[94]. (Ψαλ. ραη, 7). Ἔτσι μέ ὅλη τήν εἰλικρίνεια τῆς καρδιᾶς μου θά σέ δοξολογῶ. Καί ὅσο θά σέ δο-ξολογῶ, τόσο καί πιό πολύ θά γίνεται ὁ νόμος Σου γιά μένα πηγή μονιμότερης καί βαθύτερης ζωῆς καί πνευματικότητος[95]. (Ψαλ. ραη, 175).

 

     Οἱ περιπτώσεις ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων πού πιέζουν τούς δικαίους.

Ὁ Δαβίδ ἀνεφέρεται σέ προσωπικά βιώματα ἀπό τήν ζωή του. Βέβαια αὐτή ἡ κατά-στροφική κατάσταση θά συνεχίζεται καί γιά ὅλους τούς ἀγωνιζομένους πιστούς. «Οἱ ἄρχοντες (κάθονται) καί καταλαλοῦσιν» (Ψαλμ. ραη, 23).

Ἄρχοντες δέ μπορεῖ νά νοηθοῦν καί οἱ ἀρχές καί ἐξουσίες καί κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου[96]. (Ψαλμ. ραη, 23).

Ὅταν βλέπουν οἱ ὁρατοί καί ἀόρατοι ἐχθροί ὅτι οἱ κατηγορίες τους δέν τόν φοβί-ζουν, ἀρχίζουν τούς διωγμούς ἐναντίον του «Πολλοί οἱ ἐκδιώκοντές με καί θλίβοντές με» (Ψαλ. ραη, 157). Μετά ἀπό τίς ἐκδιώξεις προχώρησαν ἀκόμα πιό πολύ. «Μέ καρ-τεροῦσαν στόν δρόμο, γιά νά μέ θανατώσουν[97]». (Ψαλ. ραη, 95).

Πῶς ἀντιμετώπιζε ὁ Δαβίδ ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς; «Μελετώντας μέ προ-σοχή τόν νόμον τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας τήν μεγάλη ὠφέλεια πού ἐλάμβανε ἀπ’ αὐ-τόν[98]». (Ψαλ. ραη, 23). Μελετοῦσε μέ ἡσυχία τόν νόμο Σου. Δέν ὑποχώρησε στίς ἀρ-χές του καί δέν συμβιβάστηκε «καί δέν ἀπομακρύνθηκα ἀπό τίς ἐντολές Σου» (Ψαλ. ραη, 157). «Ἴδε τόν ἐξευτελισμόν μου καί σπεῦσε νά μέ ἀπαλλάξεις» (Ψαλ. ραη, 153). Ἤ λέγει: ὅτι «βλέπεις Κύριε, τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεώς μου καί λύτρωσέ με ἀπό τούς πειρασμούς, ἐπειδή δέν ἐλησμόνησα τόν νόμο Σου, ὁ ὁποῖος προστάζει οἱ ἄνθρω-ποι νά εἶναι ταπεινόφρονες[99]».

Ὅσα ἀναφέρονται στίς Γραφές, γράφτηκαν μέ σκοπό νά μᾶς παραδειγματίσουν καί νά τονώσουν τήν διάθεσή μας νά ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τήν ὁδό τοῦ Κυρίου[100] μέ τήν ἴδια πίστη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τά ἄλλα θά τά ἀναλάβει ὁ Ἴδιος.

Οἱ πληγές μου μυρίζουν ἄσχημα, εἶναι δυσωδία. Ἔχει γεμίσει πύον ὅλο μου τό σῶ-μα. Ἡ σάρκα μου ἔχει καταστραφεῖ. Εἶμαι κάτι τό σιχαμερόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. (Ψαλ. λζ, 6). Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀνομία εἶναι ἀφροσύνη, ἡ μεγαλυτέρα ἀμυαλωσύνη. Δείχνει τήν κατάπτωσή μου, εἶμαι πυορροῶν, πληγωμένος ἀλλά καί στήν οὐσία εἶμαι ἄμυαλος[101].

 

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ

 

«Τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν καί τά παλαιά τραύματα τῶν ψυχῶν θεραπεύει καί τά νέο-τραυματισθέντα ἀποδίδει γρήγορα τήν θεραπεία καί τό ἄρρωστο περιποιεῖται καί τό ὑγιές προφυλάσσει καί ξερριζώνει τά πάθη».(Μ. Βασίλειος στόν α΄. Ψαλμό).

Οἱ βάσεις της Ὀρθοδόξου Ψυχοθεραπείας κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη[102].

«Εἰς τήν φυσικήν κατάστασίν της ἡ νοερά ἐνέργεια ρυθμίζει τά πάθη, δηλαδή τῆς πείνας, τῆς δίψης, τοῦ ὕπνου, τοῦ ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντηρήσεως (δηλαδή τοῦ φόβου τοῦ θανάτου) ὥστε νά εἶναι ἀδιάβλητα. Εἰς νοσοῦσαν κατάστασιν τά πάθη γίνονται διαβλητά. Αὐτά, ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ἀδέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουργοῦν μα-γικάς θρησκείας διά τήν χαλιναγώγησιν τῶν στοιχείων τῆς φύσεως ἤ καί τῆς ἐπιπλέον σωτηρίας τῆς ψυχῆς εἰς κατάστασιν εὐδαιμονίας ἤ καί τῆς εὐδαιμονίας μέ σῶμα καί ψυχή».

Ὁ ψυχικά ἀσθενής ἄνθρωπος χρειάζεται θεραπεία. Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία «κατέβασαν» τόν Χριστό στήν γῆ καί ἔγινε καί τέλειος Ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγί-ου καί ἀπό τήν Παναγία μας πού τόν «φιλοξένησε» μέσα στήν κοιλία της καί ἔγινε τέλειος Ἄνθρωπος ἐκτός τῆς ἁμαρτίας. Μέ τήν παρουσία Του, τό ἔργο καί τήν διδα-σκαλία Του καί τόν σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του δίδει πλέον τήν δυ-νατότητα νά ξαναγίνει ὁ ἄνθρωπος παιδί τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας μέ πίστη καί ἐλπί-δα ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν εὕρεση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας, τήν θεοφιλῆ ἐργασία της,τήν ἀποδέσμευση τῆς νοερᾶς ἐνεργείας ἀπό τήν λογική, λειτουργεῖ τό καρδιακό μνημονικό σύστημα μέ τήν προσευχή τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, τήν λειτουργική καί μυστη-ριακή ζωή καί τήν ἡσυχαστική ζωή καθαρίζεται ὁ νοῦς καί κατέρχεται ὁ νοῦς μέ τήν μετάνοια καί τό πένθος καί καθαρίζεται καί ἡ καρδιά ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς.

 

Οἱ ψαλμοί τοῦ Δαβίδ δίνουν τήν θεραπεία

ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία[103]

 

Ἀρχή τῶν καλῶν εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κάθε κακία. Ἐκεῖνο πού μακαρί-ζεται εἶναι ἡ καθαρή σκέψη, ἐπειδή ρίζα τῶν σωματικῶν πράξεων εἶναι ἡ σκέψη τῆς καρδίας, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος[104]. Ἀσφαλῶς ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ αἰώνια μα-καριότητα πρέπει ν’ ἀποτελοῦν, τόν πρῶτο στόχο γιά τόν ἄνθρωπο. Αὐτός λοιπόν ὁ Ψαλμός μᾶς λέγει ξεκάθαρα ὅτι, γιά νά εὐτυχήσει ἀληθινά καί αἰώνια ὁ ἄνθρωπος[105], πρέπει νά ζεῖ μακριά ἀπό τά τρία σκαλοπάτια τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι τά τρία ρήματα τοῦ (α΄ Ψαλμοῦ στίχ. 1:)Εἶναι ὁ εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού δέν «ἐπορεύ-θη»,δέν βάδισε ποτέ σύμφωνα μέ τίς σκέψεις καί τά θελήματα τῶν ἀσεβῶν (ἁμαρτω-λῶν) ἀνθρώπων. Δέν παρασύρθηκε ἀπό τά δελεάσματα τῆς ἡδονῆς πού τόν ὁδηγοῦν τελικά στήν καταστροφή. «Οὐκ ἔστη», δέν στάθηκε οὔτε λίγο χρονικό διάστημα ἐκεῖ ὅπου συγκεντρώνονται οἱ ἁμαρτωλοί ψευδοδιδάσκαλοι, γιά νά δημιουργήσει φιλίες μαζί τους.Δέν μετεπήδησε ἀπό τήν εὐσεβῆ ζωή στήν ἁμαρτωλή. «Οὐκ ἐκάθισεν» δέν κάθισε, μαζί τους νά συζητήσει καί νά παραμείνει στήν ἁμαρτία μέ τούς διαφθαρ-μένους ἀνθρώπους, χλευαστές. Αὐτοί (οἱ λοιμοί) συναγωνίζονται νά μεταδώσουν τόν κακό ἑαυτόν τους σέ ὅλους καί οἱ περισσότεροι νά γίνουν ὅμοιοί τους, ὥστε νά συμ-μετέχουν πολλοί στό κακό καί νά ἀποφύγουν τίς κατηγορίες. Πρόκειται γιά τήν κί-νηση, τήν συνάντηση καί τήν προσκόλληση μέ τό κακό.

Ὅταν ἔρθει ἡ ἐντολή, ἡ διάγνωση τῶν ἀγαθῶν ἐάν δέν συγκρατήσει τόν πονηρό λογισμό, τότε ὑποδουλώνεται τό λογικό (νοῦς καί διάνοια) στά πάθη, ζωντανεύει ἡ ἁμαρτία, σκοτίζεται ὁ νοῦς καί τελικά νεκρώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί ὁ κατηφο-ρικός δρόμος πρός τήν ἁμαρτία ἔχει ὁδηγό τόν ἀπατεώνα πονηρό δαίμονα. Τό παλαιό πάθος τῆς ψυχῆς, καί ἡ ἄσκηση τοῦ κακοῦ ἔχει ριζώσει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί εἶναι δυσκολοθεράπευτο, γιατί ἡ συνήθεια συνήθως μεταβάλλεται σέ φυσική κατά-σταση.

Ὁ προφητάναξ Δαβίδ μέσῳ τῆς ἀναφορᾶς του πρός τόν Θεό καί μέ τόν προσωπικό του ἀγώνα γνώρισε τόν ἑαυτόν του, μέ τόν θεῖο φωτισμό καί μπόρεσε νά εἰσχωρήσει στά βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἀναφέρει στόν (Ψαλ. με, 11) «…σχολάσατε καί γνῶ-τε[106]» μέσω τῆς ἡσυχίας[107], τῆς στροφῆς δηλαδή πρός τόν Θεό ὅλου τοῦ εἶναι μας.

Ἐφ’ ὅσον ἀσχολούμεθα μέ ξένα πράγματα πρός τόν Θεόν, μέ μέριμνες πέρα ἀπό τίς βασικές ἀνάγκες, ἀπορροφημένοι στίς σαρκικές φροντίδες, δέν μποροῦμε νά χωρέ-σουμε τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ σκέψη μας, ἡ καρδιά μας νά εἶναι προσανατολισμένη πρός τήν οὐράνια πολιτεία, Καί αὐτός ἦταν ὁ σκοπός στόν Παράδεισο[108]. Ὁ Ἀδάμ τε-λικά κατάλαβε ὅτι εἶναι μηδέν ἔναντι τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ, ἀλλά καί βίωνε τήν ἀδυναμία καί ἀσθένεια τῆς ψυχῆς του, τίς στιγμές τῆς ἐξουδενώσεως, τόν ἐπερχόμενο κίνδυνο τῆς ψυχικῆς καί σωματικῆς ἀλλοιώσεώς του, τίς στιγμές ἀπογνώσεως, ἀλλά καί τήν συνεχῆ πηγαία καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· «…ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλί-βομαι» (Ψαλ. λ΄. 10). «…ἱλάσθητι τῇ ἁμαρτίᾳ μου, πολλή γάρ ἐστι» (Ψαλ. κδ, 11).

«Κύριε ἀνάλογα ἀπό τό πλῆθος τῶν πόνων, πού ἔπλητταν τήν καρδίαν μου ἦσαν καί οἱ παρηγορίες Σου, πού εὔφραναν τήν ψυχήν μου». (Ψαλ. 93, 19).

Οἱ παρηγοριές τῆς θ. Χάριτος διαπέρασαν σάν θεϊκή πνοή τήν καρδιά μου. Μοῦ ἀπο-κάλυψαν τήν θέα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν,τά ὁποῖα Ἐσύ ἑτοίμασες σ’ αὐτούς πού πάσχουν γιά τό ὄνομά Σου. Αὐτές οἱ παρακλήσεις Σου ἔδιωξαν τήν ἀγωνία μου καί μέ γέμισαν πάλι μέ ὑπέρτατη χαρά[109].

Μέ ποιό τρόπο ἀποκτιέται ἡ ἡσυχία, ἡ ἐσωτερική καί ἡ ἐξωτερική ἀτμόσφαιρα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰρήνη, ὁ φωτισμός τῆς καρδιᾶς; Μέσα στήν καρδιά μας ὁ Θεός ὁμολογεῖ καί ἀποκαλύπτει τήν παρουσία Του καί θεότητά Του. Ὁ Μ. Ἀντώνιος λέγει: «Μή ζητᾶς ἀμέσως ἀπόλαυση καί χαρά. Δέν ἀποκτᾶται εὔκολα ἡ προπτωτική κατάσταση, γιατί τήν κουρέλιασες. Τώρα ἡ πορεία σου, ὁ δρόμος σου εἶναι οἱ πόνοι σου, ἀνάλογα μέ τούς πόνους σου θά λάβεις τήν ἡσυχία, τήν εἰρήνη καί τήν Χάρη[110]».

Στούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ ἀναλύεται ὅλο τό δράμα τῆς ψυχῆς ἀλλά καί ἡ πορεία αὐτῆς πρός τήν θεραπεία. Ὁμολογεῖται ἡ πτώση, ἐκφράζεται ὁ πόνος, ἀναγνωρίζεται καί συνειδητοποιεῖται ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἀλλά καί ἡ δυσχέρεια γιά νά περιγράψει ὁ ἀσθενής τήν ἐπίγνωση τῆς νόσου. Διακρίνεται ἡ γενίκευση τῆς ἀλλοιώσεως πού δη-μιουργεῖ ἡ ἁμαρτία καί φαίνεται καθαρά ἡ στροφή πρός τόν Θεόν, ἡ δίψα γιά τήν θε-ραπεία μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀπό τά πήθη, καί ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στήν ψυχή ἡ εἰρήνη, ἡ ἀπόφαση νά στρέφεται πρός τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί κυρίως ἡ βαθειά καί ἡ ἄμετρη ἐλπίδα στόν Θεό.

«Ὁ στάρετς τῆς Ὄπτινα Ὅσιος Νεκτάριος ἑρμήνευε π.χ τά λόγια τοῦ πρώτου ψαλ-μοῦ «Μακάριος ἀνήρ…» ὡς ἑξῆς: Αὐτός ὁ ψαλμός κατά γράμμα σημαίνει πώς ἕνας ἄνθρωπος εἶναι μακάριος καί εὐλογημένος, ὅταν ἀποφεύγει τίς ἀσεβεῖς καί ἁμαρτω-λές συναθροίσεις καί δέν λαμβάνει μέρος σέ αἱρετικές ἤ ἀντιεκκλησιαστικές διδα-σκαλίες.

Σύμφωνα μέ ἄλλη πνευματική ἑρμηνεία, ἀγνώστου ἁγίου ὁ μακάριος ἄνθρωπος εἶναι ὁ νοῦς, πού δέν δέχεται τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς (σκέψεις μέ εἰκόνες μέ πάθος). Βέβαια εἶναι ἀδύνατον νά ἐμποδίσει κανείς τήν ἐπίθεση αὐτῶν τῶν λογισμῶν· εἶναι ὅμως δυνατόν νά μήν ἀσχολεῖται καί νά μή συζητεῖ μαζί τους, ἀλλά νά λέγει συνεχῶς: «Κύριε, ἐλέησον». Καί τότε κάθε ὑλικό καί γήϊνο ἐξαφανίζεται. Αὐτός ἀκριβῶς πού ἐνεργεῖ ἔτσι ἀποκαλεῖται μακάριος ἄνθρωπος.

 

    Ἡ ἔκφραση τῆς ψυχοθεραπείας στούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ

 

Ἡ κάθαρση τῶν παθῶν ἀποτελεῖ δύσκολη διεργασία καί ἀπαιτεῖται συνεχής ἀγώ-νας.

Τά πάθη προκαλοῦν πολύ μεγάλη ἀλλοίωση στήν ψυχή καί προκαλοῦν πολλά εἴδη ψυχολογικῶν καί συναισθηματικῶν· ρυθμίσεων γι’ αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κατα-φεύγει νά μιμηθεῖ, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Χριστοῦ. Κατάφυγή λοιπόν στό ἔλεος καί στήν βοήθεια Του, χωρίς τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατη νά πραγματο-ποιηθεῖ ἡ θεραπεία.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τήν θεία Χάρι καί ζεῖ στήν ἁμαρτία, τά πάθη εἶναι αὐτά πού δημιουργοῦν τά ψυχολογικά προβλήματα, ὅπως εἶναι ὁ ψυχικός πόνος, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀπόγνωση, ἡ ἔλλειψη τῶν προσδοκιῶν, ἡ ματαίωση τῶν ἐπιδιώξεων καί ἄλλα, τά ὁποῖα μεταβάλλουν τήν ζωή σέ ἕνα συνεχές μαρτύριο καί δη-μιουργοῦν τήν ὀδυνηρή πρόγευση τοῦ θανάτου: «γιατί ὑπερπληρώθηκε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μου ἀπό συμφορές καί ἡ ζωή μου ἔχει φθάσει στό χεῖλος τοῦ τάφου» (Ψαλ. πζ, 4 ), «φόβοι ἀγωνιώδεις θανάτου μέ περικύκλωσαν»(Ψαλ. ριδ, 3), «ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου ἔγινα περίγελως τῶν ἀσεβῶν». (Ψαλ. λη, 9). Τό ὁπτικό πεδίο τῆς ψυχῆς περιορίζεται, ἐκπίπτει καί σκοτίζεται· «τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου θαμπώθηκε ἀπό τίς ταλαιπωρίες» (Ψαλ. πζ, 10). Ἡ πνευματική καρδιά σταματᾶ νά στέλνει τούς παλμούς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, «μαράθηκα ὅπως τό ξηρό χορτάρι καί ἡ καρδιά μου στέγνωσε» (Ψαλ. ρα, 5), «οἱ τρομεροί πόνοι παρέλυσαν καί διέλυσαν καί ἡ καρδιά μου σάν κερί ἔγινε τό ὁποῖο λιώνει». (Ψαλ. κα, 15). «Τά δάκρυα τοῦ πόνου καί τῆς θλίψεως κατά-κλύζουν τούς ὀφθαλμούς μου, ἀναμειγνύονται μετά τοῦ πιομένου ὕδατος»(Ψαλ.ρα, 10). «Θά ὁμολογήσω τήν ἀνομία μου δημόσια καί θά φροντίσω, γιά νά ἐξαλειφθεῖ ἡ ἁμαρτία μου». (Ψαλ. λζ, 19). Αὐτός ἦταν ὁ καύτερος τρόπος γιά νά λάβει τό θεῖο ἔλεος.

Ὅλο τό διάστημα πού διαρκεῖ ἡ μετάνοια[111] καί πού νιώθουμε ἐνοχή γιά τίς ἁμαρ-τωλές πράξεις, πρέπει τά δάκρυα μιᾶς ταπεινῆς ἐξομολόγησης, πού πέφτουν πάνω στήν ψυχή μας σάν βροχή, νά φθάσουν νά σβήσουν τήν φωτιά πού ἔχει ἀνάψει μέσα στήν συνείδησή μας. Ἔτσι, ἀφοῦ μείνουμε γιά πολύ καιρό σ’ αὐτή τήν ταπείνωση τῆς καρδιᾶς καί τήν πνευματική συντριβή, δοσμένοι ἀκατάπαυστα στόν κόπο καί στούς στεναγμούς, θά ἔλθει ἀσφαλῶς καί ἡ στιγμή πού θά σβήσει ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτη-μάτων μας, πού τό ἀγκάθι τῆς ἐνοχῆς μέ τήν Χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θά ξεριζω-θεῖ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας. Αὐτό εἶναι τό σίγουρο σημάδι ὅτι ἔχομε φθάσει πιά στό τέρμα, ὅτι ἔχουμε δεχθεῖ τήν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι κάθε κηλίδα ἀπό τά ἁμαρτήματα τοῦ παρελθόντος, ἔχει πλέον καθαρισθεῖ ἀπό μέσα μας[112].

 

     Ἡ ἀγωνία τῆς ψυχικῆς ἀποκαταστάσεώς του καί ἡ αἴσθηση τῆς ἀλλοτριώσεως

Ὅλη αὐτή ἡ τραγική κατάσταση τῆς ψυχῆς δημιουργεῖ μεγάλη ἀγωνία γιά τήν ἀπο-κατάσταση τῆς εἰρήνης στήν ψυχή μου. Οὔτε ὑπάρχει εἰρήνη στά ὀστά μου ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου. Οἱ ἁμαρτίες μου σάν βαρύ φορτίο μοῦ πιέζουν τήν ψυχή. (Ψαλ. λζ, 4 – 5).

 

ψυχικός πόνος καί ἡ θλίψη «προσβάλλουν τήν ψυχή καί δέν ὑπάρχει βοηθός». (Ψαλ. κα, 12).

Ὁ πόνος ἐκμηδενίζει, καταβάλλει, καθιστᾶ ἀνίσχυρο καί ἀσθενικό τόν ἄνθρωπο «καί ἡ σωματική δύναμή μου ἐξασθένησε καί τά ὀστά μου κλονίστηκαν». (Ψαλ. λ, 11). «Ὁ στεναγμός μου καθηλώνει τά μέλη τοῦ σώματος καί ἔγινα σκελετωμένος. «Ὁ ἀληθινός στεναγμός ξηραίνει καί διαλύει κάθε ξίγγι πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά κόκ-καλα καί τίς σάρκες[113]». (Ψαλ. ρα, 6), «οἱ τύψεις σάν δυνατά κτυπήματα πέφτουν ἐπά-νω στήν συνείδηση καθημερινά». (Ψαλ. οβ, 14).

 

αἴσθηση τῆς ἀποξένωσης μέσα στά καταθλιπτικά βιώματα φθάνει πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ ἐγώ. Γενικεύεται χωρίς ἐξαιρέσεις καί προβάλλεται μέ ἐξωτερική ἐμφά-νιση στόν κοινωνικό χῶρο καί λαμβάνει καθολικό χαρακτῆρα καί γίνεται πανανθρώ-πινο φαινόμενο. «Ὅλοι παρεξέκλιναν ἐκ τοῦ ὀρθοῦ δρόμου, ἔγιναν ἀχρεῖοι καί διε-φθαρμένοι, δέν ὑπάρχει νά ζητεῖ κανείς τό ἀγαθό» (Ψαλ. νβ, 4). «Εὑρισκόμενος σέ ψυχική συμφορά καί ἀναισθησία ἀπό τά πολλά δεινά, ὁ κάθε ἄνθρωπος θεληματικά ἤ ὄχι εἶναι ψεύτης, ἄστατος καί σάπιος» (Ψαλ. ριε, 2).

Ἀπό τήν ὁδυνηρή ἀτμόσφαιρα τῆς θλίψεως καί τοῦ ψυχικοῦ πόνου ὁ ἄνθρωπος ζη-τᾶ πάντα τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τίς δυσάρεστες αὐτές καταστάσεις. Δυσκολεύεται νά διακρίνει τήν πόρτα τῆς ἐξόδου του ἀπό τήν σκιά τοῦ θανάτου· «οἱ συμφορές μου μέ βύθισαν στόν βαθύτατο λάκκο τοῦ θανάτου»(Ψαλ. πζ, 7).

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ κακία εἶναι νοσηρή κατάσταση, καί πρέπει τό ταχύτερο δυνα-τόν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, γιά νά ἐπανέλθει ἡ ψυχική ἁρμο-νία.

Ὁ ἄνθρωπος στήν προσπάθειά του, πρέπει νά ἐπιστρατεύσει τίς δυνάμεις του γιά νά ξεπεράσει τήν θλίψη του, τόν ἐσωτερικό πόνο, ἀλλά καί τίς ἐξαρτήσεις, πού τοῦ ἐπι-βάλλει τό περιβάλλον. Νά ἀγωνισθεῖ νά ἐπανέλθει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στόν ἑαυτό του διά μέσου τῆς προσευχῆς, τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν καί μέ τήν ἐμπιστοσύνη στήν θεία Πρόνοια.

Ὁ Χριστιανός δέν ἐπιτρέπεται νά δυσθυμεῖ. Ἀνάλογα μέ τήν ψυχοσύνθεσή μας, θά ἀφήσει ὁ Θεός νά ἐπηρεαστεῖ ἡ ὕπαρξή μας ἀπό τήν ἀθυμία, τήν μελαγχολία, τήν κα-τάθλιψη. Ἀπό μία πλευρά καλῶς νά ἔρθουν, γιατί ἀποκτᾶ μεγάλη ἐμπειρία τοῦ δύσκο-λου αὐτοῦ πολέμου. Τότε χρειάζεται νά ἀφεθεῖς μέ πίστη στόν παντοδύναμο Θεό, ὅτι τά οἰκονομεῖ ἔτσι πάντα γιά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτές τίς δύ-σκολες καταστάσε ἡ φιλαυτίας. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε αὐτά νά γίνουν, γιά νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτόν σου, νά σηκώσεις τόν σταυρόν σου, νά ὑπομένεις καί μέσῳ τῆς ὑπομονῆς καί προσευχῆς θά ἀκολουθήσεις τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ καί θά σοῦ χαρισθεῖ τό σω-τήριο δῶρο τῆς μετανοίας καί θά λυτρωθεῖς[114].

 

     Ἡ συναίσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας

Στούς Ψαλμούς ὁ Δαβίδ φανερώνει τήν βαθειά αὐτογνωσία του καί ὅτι ὁ ἄνθρω-πος εἶναι προσωρινός· «οὔτε ὁ βασιλιάς σώζεται διά τῆς μεγάλης στρατιωτικῆς δυνά-μεώς του, οὔτε ὁ γίγαντας θά σωθεῖ μέ τήν μεγάλη σωματική του δύναμη». (Ψαλ. λβ, 16). Ἡ λύτρωση εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ θείου ἐλέους καί τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου, «ἐλέησόν με, Κύριε, διότι δέν σταμάτησα νά κράζω μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις πρός ἐσένα ὅλην τήν ἡμέρα» (Ψαλ. πε, 3).

«Κατά τόν χρόνο τῆς μεγάλης μου θλίψεως μέ πολύ πόθο κατέφυγα στόν Θεό προσευχόμενος καί δέν ἀπατήθηκα. (Ψαλ. οστ΄, 3). Ἡ ἐπίκληση τοῦ θείου ἐλέους πραγματοποιεῖται μόνον ὅταν ἡ καρδιά ἀναγνωρίζει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, «Εἶμαι πτωχός σέ ἀρετή καί ἄθλιος καί ἡ καρδιά μου μέσα μου σπαράσσεται». (Ψαλ. ρη, 22). «Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἐλέησέ μας διότι γιά πολύ χρόνο χορτάσαμε ἀπό περιφρονή-σεις» (Ψαλ. ρκβ, 3), «Ἀπό τά βάθη τῆς δυστυχισμένης μου ψυχῆς ἔκραξα, Κύριε, πρός ἐσένα…,γιατί ἐσύ συγχωρεῖς τίς ἁμαρτίες μας». (Ψαλ. ρκθ, 1 – 4). Τό νά προσεύχεται κανείς ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του, αὐτό εἶναι ἡ πραγματική θερμότατη προσευχή, τό δέ νά προσεύχεται μέ μόνο τά χείλη καί τήν γλῶσσα εἶναι προσευχή πού γίνεται μέ πολλή ψυχρότητα[115].

«Ἀπελπισμένα κράζω σέ σένα, Κύριε, γιατί ἐσύ εἶσαι ἡ ἐλπίδα καί ἡ πολύτιμη κλη-ρονομιά μου στήν ζωή μου». (Ψαλ. ρμα, 6).

«Μόνον ὁ Κύριος μπορεῖ νά λυτρώσει τήν ψυχή ἀπό τίς θλίψεις πού εἶναι μία μορ-φή σκιᾶς θανάτου». (Ψαλ. μη, 16). «Μέ παρηγόρησες στήν διάρκεια τῶν μεγάλων συμ φορῶν μου καί μέ ἀνύψωσες πάλι». (Ψαλ. ο, 21). Ἡ ψυχή ἀποκτᾶ πάλιν τήν ἐλπίδα πού μεταμορφώνεται σέ βεβαιότητα, «Δέν θά πεθάνω ἐγώ καί ὁ λαός μου, ἀλλά θά ζή-σουμε καί θά διηγούμαστε τά θαυμαστά σου ἔργα». Ἤ λέγει ὅτι «ἐγώ δέν θέλω νά πε-θάνω τόν ψυχικό θάνατο (τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό), ἀλλά θέλω νά ζήσω τήν κατά Θεό ζωή καί θέλω νά εἶμαι ἀθάνατος[116]». (Ψαλ. ριζ, 17).

Ἡ ἐξουθένωση, ἡ συντριβή καί ὁ πόνος κατακλύζουν σάν κύματα ὑδάτων τήν ἀν-θρώπινη ψυχή καί ἡ μόνη της ἐλπίδα σωτηρίας εἶναι ὁ Κύριος». (Ψαλ. ξη, 2 – 3).

 

     Ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Κύριο.

Ἡ καταφυγή στόν Κύριο ἐπιταχύνει τήν βεβαιότητα τῆς λυτρώσεως. Μόνο ὁ Κύρι-ος μπορεῖ νά ἀνανεώσει καί νά ἀποκαταστήσει τό κάλλος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. «Ὅταν μέ λυπηθεῖς, θά μέ ραντίσεις μέ τό ἔλεός Σου, θά μέ καθαρίσεις τόσο πολύ ὥ-στε θά γίνω λευκότερος ἀπό τό χιόνι[117]» (Ψαλ. ν, 9). «Κτίσε μέσα μου καρδία καθα-ρή, δηλαδή χωρίς λογισμούς καί πάθη». (Ψαλ. ν, 12). Γιατί ὁ Θεός, μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ὡσηέ μᾶς λέγει: «φωτίστε τούς ἑαυτούς σας μέ τό φῶς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ» (Ὡσηέ, 10, 12).

Γιατί μόνο ὁ Κύριος καθορίζει τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, μακριά ἀπό τά πά-θη τῆς ἀτιμίας καί αὐτό ἀποδεικνύεται διά τοῦ λυτρωτικοῦ νόμου Του. «Βάλε, Κύριε, μέσα μου σάν νόμο νά πορεύομαι σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Σου καί μέ πόθο νά πο-ρεύομαι πάντοτε. Δῶσε μου τόν θεῖο φωτισμό νά ἐρευνῶ καί νά μαθαίνω τίς λεπτομέ-ρειες τοῦ νόμου Σου καί θά τόν ἐφαρμόζω μέ λαχτάρα μέ ὅλην μου τήν ψυχή». (Ψαλ. ριη, 33 – 34).

 

     Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ψυχικῆς ἑνότητος καί ἡ χαρά τοῦ λυτρωτικοῦ βιώματος.

Μέ τήν λυτρωτική παρέμβαση τοῦ Κυρίου στήν ἀνθρώπινη καρδιά ὅλη ἡ ψυχο-σωματική κατάσταση εἰρηνεύει.

Ἡ ἕνωση καί κοινωνία μας μέ τόν Θεό σέ γενικότερες γραμμές γίνεται μέ δύο τρό-πους. Μέ τήν μυστική κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου (Ἰωάννου. στ, 55) καί μέ τήν πνευματική κοινωνία. Ὁ δεύτερος τρόπος διαιρεῖται ἐν συνεχεία σέ ἄλλους τρόπους.

1).Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας ὅ εὐλογοῦ-μεν, οὐχί κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστί; τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοι-νωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστίν;» (Α΄ Κορ. 10,16). Καί ὁ Δαβίδ ψάλλει: «ἠτοί-μασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν ἐξ’ ἐναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κε-φαλήν μου, καί τό ποτήριόν σου μεθύσκων με ὡσεί κράτιστον», (Ψαλ.κβ, στ. 5). α) Ἑνώνεται μέ τόν Χριστό κατά χάριν, ὅπως ἀναφέρεται στό χωρίο: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» (Ίωάν. στ,56) β) Συμμε-τέχει στήν αἰώνιο ζωή, ὅπως λέγει στό χωρίο: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ίωάν. στ,54).

Καθαρίζει ἀπό ἁμαρτίες, ἁγιάζει, φωτίζει καί χαρίζει τήν αἰώνια ζωή[118].

2) Ἡ προσευχή πού γίνεται μέ τόν νοῦ στήν καρδιά ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ἑνώ-νεται ἡ ψυχή μας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί δι’ Αὐτοῦ μέ τόν Πατέρα, διότι ἡ μόνη ὁ-δός πού ὁδηγεῖ στήν ἕνωση μέ τόν Πατέρα εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος: «οὐ-δείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ» (Ιωάν. 14,6).

3) Θά ἀναστηθεῖ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅπως λέγει τό χωρίο: «Καί ἐγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῆ ἐσχάτη ἡμέρα» (Ἔνθ’ ἀνωτ.).

4) Δημιουργεῖ κατοικία ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά μας, ὅπως λέγουν τά χωρία: «κα-τοικῆσαι τόν Χριστόν διά τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Ἐφεσ. 3,17) καί «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγώ ἐν τῶ πατρί μου καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν» (Ἰωάν. 14,20).

5) Ὅποιος κοινωνεῖ τόν Χριστό ἔχει Αὐτόν ζῶντα μέσα του «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20), καί «τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν!» (Ἔνθ. ἀνωτ. 4,19).

6) Προοδεύει καί αὐξάνεται στά πνευματικά ἔργα, κατά τό χωρίο: «ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός» (Ἐφεσ. 4,15).

7) Καθαρίζει ἀπό ἁμαρτίες, ἁγιάζει, φωτίζει καί χαρίζει τήν αἰώνια ζωή. (Ἀπό τήν εὐ-χή τῆς Θ. Μεταλήψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ).

8) Ἐπιφέρει τόν ἁγιασμό σώματος καί ψυχῆς, ἐκδιώκει τίς φαντασίες καί καθαρίζει ἀπό τά πάθη, δίνει παρρησία πρός τόν Θεό, φωτισμό καί ἐνίσχυση γιά τήν αὔξηση τῶν ἀρετῶν καί τήν τελειότητα (6η εὐχή Θ. Μεταλήψεως τοῦ ἁγίου Βασιλείου)…

Αὐτοί καί ἄλλοι πολλοί ἀκόμη εἶναι οἱ πνευματικοί καρποί, τούς ὁποίους ἀποκτᾶ ὁ πιστός πού προσέρχεται συχνά καί μέ καλή προετοιμασία στήν Θεία Εὐχαριστία. Αὐ-τός πού δέν προσέρχεται σ’ αὐτό τό θεῖο Μυστήριο, ποτέ δέν θά μπορέσει νά προ-οδεύσει στήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, διότι δέν παραμένει μέσα στόν Χριστό καί Ἐκεῖνος μέσα του, καθώς λέγει καί Ἴδιος: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ιωάν. 15,4).

9) Ἕτερος τρόπος κοινωνίας καί ἑνώσεως μέ τόν Χριστό γίνεται μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ νοῦς βυθίζεται στήν καρδιά καί ἐκεῖ λέγει συνεχῶς το: «Κύ-ριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό».

10) Ἡ καρδιακή προσευχή προσφέρει τήν δυνατότητα στό Ἅγιο Πνεῦμα νά κατοι-κήσει καί ἐργασθεῖ στήν καρδιά μας καί νά ἑνωθοῦμε ἐμεῖς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή ἡ ἕνωση μέ τήν ἀκατάπαυστη προσευχή ὁμοιάζει μέ τήν νύμφη πού ἀγαπᾶ πάρα πολύ τόν Νυμφίο Χριστό καί δέν θέλει ποτέ νά ἀποχωρισθεῖ ἀπ’ Αὐτόν.

11) Ἄλλος τρόπος κοινωνίας μέ τόν Δημιουργό Θεό μας γίνεται μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν Του καί τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.

12) Ἐπίσης ἄλλος τρόπος κοινωνίας μέ τόν Χριστό γίνεται μέ τήν ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ.

α) Περί αὐτοῦ μᾶς ὁμιλεῖ ἡ Καινή Διαθήκη: «πολλοί δέ τῶ ἀκουσάντων τόν λόγον ἐπί-στευσαν, καί ἐγενήθη ὁ ἀριθμός τῶν ἀνδρῶν ὡσεί χιλιάδες πέντε» (Πράξ. 4,4).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διά τῆς ἀκοῆς δέχθηκε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅταν προσκλή-θηκε μέ τό θεῖο Φῶς στόν δρόμο πρός Δαμασκό καί φωνή ἄκουσε ἐξ οὐρανοῦ. Ἡ Σα-μαρείτιδα διά τῆς ἀκοῆς λαμβάνει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ πάλι οἱ Σαμαρεῖτες πι-στεύουν καί βαπτίζονται ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου (Πράξ. 8,5 6,12) καί λαμβάνουν τό Ἅγιο Πνεῦμα (Πράξ. 8,14,18)…

Ὁ ἰδιαίτερος καί ἁγιότερος τόπος, ὅπου ἐπιτυγχάνεται αὐτή ἡ πολύτροπος κοινωνία μας μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ πιστοί μας, ἐρχόμενοι μέ εὐλά-βεια καί πίστη στίς ἱερές Ἀκολουθίες,εὑρίσκονται σέ μία ἀτμόσφαιρα μυστική καί κοι- νωνοῦν μέ τόν νοῦ, τήν καρδιά, τήν προσευχή καί τήν συμμετοχή στήν Θεία Κοινω-νία τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προπαντός ἡ Λειτουργική Θυσία εἶναι ἡ τέ-λεια ἔκφραση τῆς ἑνώσεως μέ τόν Κύριό μας. Ἡ μνημόνευση ὀνομάτων τῶν Χριστια- νῶν στήν Προσκομιδή, καί ὅταν αὐτοί εἶναι μέν ἁμαρτωλοί ἀλλά μετανοημένοι, δίνει τήν εὐλογία τῆς κοινωνίας ἀοράτως τῶν ψυχῶν μέ τόν Σαρκωθέντα καί Ἀναστάντα Κύριο, ὁ Ὁποῖος παρέχει ἑνίοτε καί τήν σωματική των θεραπεία[119].

Τήν θλίψη τήν διαδέχεται ἡ χαρά, τόν πόνο ἡ ἀγαλλίαση, δάκρυα χαρᾶς πηγάζουν ἀπό τούς ὀφθαλμούς του, καί ἄσματα εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας ἐξέρχονται ἀπό τά χείλη του.«Μετέτρεψες Σύ, Κύριε, τόν θρῆνο μου σέ χαρά, ἔσχισες τόν τρίχινο σάκκινο ἔνδυμά μου καί μέ ἔζωσες μέ εὐφροσύνη». (Ψαλ. κθ, 12), «Πλούσια ἔδειξες σέ μένα τήν μεγαλοπρεπῆ Σου συγκατάβαση». (Ψαλ. Ο, 21), «Ἡ ψυχή καί τό σῶμα μου ἐσκίρτησαν ἀπό ἀγαλλίαση στή μνήμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». (Ψαλ. πγ΄.3) «Ὕμνησε ψυχή μου τόν Κύριο, θά ψάλλω ὕμνους σ’ Αὐτόν ὅσο ζῶ καί θα ἐργάζομαι γιά τήν δοξολογία Σου[120]».  (Ψαλ. ρμε, 1).

«Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη διά τῆς ἡσυχίας, τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί τῆς λυ-τρωτικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Κυρίου ἀποκαθιστᾶ τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης στήν καρ διά τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία πάλι διαλάμπει τό Φῶς τοῦ Κυρίου καί ἐπανέρχεται τό βίωμα τῆς εὐφροσύνης». (Ψαλ. ριη, 103). «Ὦ ψυχή, μου σύνελθε καί ἐπίστρεψε στό σῶμα, γιατί φαινόταν ὅτι θά φύγει γιά νά ἀναπαυθεῖ…δέ γλύτωσε ὁ Κύριος ἀπό τά τῶν ἁμαρτιῶν σου, μέ τά ὁποῖα ὁ καθένας περισφίγγεται χειροπόδαρα. (Παροιμ. 5, 22). Σφόγγισε τά δάκρυά μου καί φύλαξε τούς πόδας μου ἀπό ὀλισθήματα καί πτώ-σεις. Σέ Σένα θα προσφέρω θυσία αἰνέσεως». (Ψαλ. ριε, 7 – 8).

 

     Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς σταθερότητας.

«Μέ τήν θεία ἐπέμβαση ἡ ἐσωτερική σταθερότητα ἐπανέρχεται, ἀφήνοντας τόν πό-νο,τίς πνευματικές ἀλλοιώσεις καί τήν ἐσωτερική ἀστάθεια πού ἐδημιούργησε ἡ ἁμαρτία. «Καί μέ ἀνέσυρε ἀπό τόν λάκκο ταλαιπωρίας καί ἔβγαλε τά πόδια μου ἀπό τήν πολλή λάσπη καί τά τοποθέτησε στούς βράχους». (Ψαλ. λθ, 2).

«Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νά σταθεροποιηθεῖ στήν πορεία του πρός τόν Θεό ἀλ-λά καί πρός τόν πλησίον μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, νά ἀλλοιώνεται πνευματικά καί νά γίνεται φιλόθεος, βάζοντας νέα ἀρχή στήν ζωή του, καί αὐτή εἶναι μεταβολή τῆς δε-ξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». (Ψαλ. οστ΄, 11). Ἡ νέα του ζωή γίνεται κήρυκας τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου στούς ἀνθρώπους καί ἐκπληρώνει μπροστά στόν λαό τά τάματα». (Ψαλμ. ριε΄. 5). Ἕνα μέλος τῆς κοινωνίας γίνεται φιλόθεο καί γίνεται ἡ ἀφορμή γιά ὅλη τήν κοινωνία νά μετέχουν ὅλοι οἱ λαοί στήν δοξολογία τοῦ Κυρίου, «Δοξολογῆ τόν Κύριον ὅλα τά ἔθνη ὅσοι ἐμπιστεύεσθε τόν Χριστό[121]» (Ψαλμ. ριστ΄ 1), (Ψαλ. 99, 1).

Αὐτά πού καθιστοῦν σταθερό τόν νοῦ πού συνεχῶς διασπᾶται εἶναι: οἱ ἀγρυπνίες, ἡ μελέτη καί ἡ σύντομη προσευχή (εὐχή). Ἡ συνεχής καί συνεπής ἐνασχόληση τοῦ ἀν-θρώπου μέ αὐτές τίς τρεῖς ἀσκήσεις ὁδηγεῖ τόν νοῦ σέ μία ἀκλόνητη σταθερότητα. Ἰδιαίτερα κατά τόν καιρό τῆς προσευχῆς μας. Ὁ ἀπαράβατος νόμος, γιά νά μή διασπᾶ-ται ἡ προσοχή, εἶναι οἱ διαθέσεις τῆς ψυχῆς κατά τήν ὥρα πρό τῆς προσευχῆς·καί αὐτές ἐξαρτῶνται ἀπό τήν κατάσταση, τήν διάθεση τῆς ψυχῆς πού προηγήθηκε τῆς προσευχῆς, δηλαδή μέ τί ἀσχοληθήκαμε πρίν τήν προσευχή[122].

Πότε γίνεται δεκτό το αἴτημα τῆς προσευχῆς μας γρήγορα; Ἀρχικά εἶναι κατά τόν Ὁ ἅγιο Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τόν δ΄. Ψαλμό, λέγει: Τόν Θεό τόν πείθει ἡ καθαρή ψυχή καί ἡ ἐπίδειξη ἀγαθῶν ἔργων. Οἱ προϋποθέσεις τοῦ πιστοῦ γιά τήν γρήγορη ἀπάντηση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι: Ἡ παρρησία, ὁ θεῖος ἔρωτας πού ἔχει γιά τόν Θεό, ἡ περιφρόνηση τῶν κοσμικῶν καί ἡ μεταφορά του στόν οὐρανό.

Νά προσεύχεσαι μέ πνευματική καθαρότητα, μέ ψυχή συντετριμμένη, μέ πηγές δα-κρύων, ἔχοντας μισήσει κάθε ἔργο καί προσβολή τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου).

Μεγάλος συνήγορος εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, πραράδειγμα ὁ Κορνήλιος, ἡ αὐτομεμψία,  παράδειγμα ὁ Τελώνης, ἐπίσης ἡ προσευχή ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν μέ πραότητα καί μέ ἡσυ-χία[123].

 

     Ἡ ὁδός πρός τήν ἀρετή

Μετά τήν ἐσωτερική ἀκαταστασία ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποκαθιστᾶ τήν ἐλευθερία ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τῶν παθῶν καί ὁ ἄνθρωπος ποθεῖ νά ἀνέβη στό βουνό τῆς κατακτήσεως τῆς ἀρετῆς, τηρώντας μέ εὐλάβεια τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. (Ψαλμ. ριη΄. 33-34,) «Ὁ νόμος Σου Κύριε, εἶναι ὅπως τό λυχνάρι πού φωτίζει τήν ζωή μου καί μέ ὁδηγεῖ πρός τήν ἀρετή». (Ψαλ. ριη΄. 97, 105).

«Ὁ αἶνος καί ἡ ὑμνολογία εἶναι πρᾶγμα ἀγαθό καί ὠφέλιμο[124]».

Μόνον ἡ εἰλικρινής ἐπικοινωνία μετά τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά γεμίσει τήν ψυχή ἀπό τήν ἀληθινή χαρά καί εὐφροσύνη». (Ψαλ. μβ΄, 4). Μόνο διά τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά διατηρεῖ καθαρά τήν προσωπικότητά του· καί θά τόν δοξολογήσω ἐνώπιον τοῦ ναοῦ Του ὡς Σωτήρα μου καί Θεόν μου». (Ψαλ. μβ, 5).

«Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι καί εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου. (Ψαλ. λθ, 1)». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ιγ ἐπιστολή του στήν πά-σχουσα ἀπό ἀθυμία μαθήτριά του Ὀλυμπιάδα μεταξύ τῶν ἄλλων τῆς προτείνει:«Νά γνωρίζεις μέ σαφήνεια ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπομονή, ἀλλ’ ὅτι αὐτή πρό πάντων εἶναι ἡ βασιλίδα τῶν ἀρετῶν, τό θεμέλιο τῶν κατορθωμάτων, τό ἀκύμαντο λι-μάνι, ἡ εἰρήνη ἀνάμεσα στούς πολέμους, ἡ γαλήνη στήν τρικυμία, ἡ ἀσφάλεια στίς ἐπι-βουλές, ἡ δύναμη πού καθιστᾶ ὅποιον τήν ἐπιτύχη πιό στερεό καί ἀπό τό διαμάτι· αὐτήν τήν ἀρετή δέν θά μπορέσουν νά τήν παραβλάψουν οὔτε ὅπλα κινούμενα, οὔτε στρατόπεδα παρατεταγμένα. Οὔτε μηχανήματα πολιορκητικά, οὔτε τόξα, οὔτε δόρατα ριπτόμενα, οὔτε τό ἴδιο στρατόπεδο τῶν δαιμόνων, οὔτε οἱ ζοφερές φάλαγγες τῶν ἀν-τιπάλων δυνάμεων, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος παρατασσόμενος μέ ὅλη τήν στρατιά καί τήν μηχανή του. Τί φοβᾶσαι λοιπόν;[125]»

 

     Ἡ θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, συνοπτικά, εἶναι ἡ ἑξῆς:

Ἡ θεραπευτική διαδικασία πραγματοποιεῖται μέ τριπλή κίνηση κατά τόν ἅγιο Γρη-γόριο τόν Παλαμᾶ: Ἡ πρώτη κίνηση: ὁ νοῦς μετά τήν πτώση διαχέεται καί προσκολ-λᾶται στόν ὁρατό κόσμο,γευόμενος ἔτσι τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ.

Μέ τήν δεύτερη κίνηση ἐπαναφέρουμε τόν νοῦ ἀπό τόν ἐξωτερικό κόσμο μέσα στήν καρδιά πού εἶναι τό κέντρο τοῦ προσώπου μας. Γιά νά κατέβει ὁ νοῦς στήν καρ-διά ὁ θεμέλιος λίθος εἶναι κυρίως: ὁ λόγος, τό ὄνομά Του καί τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, μέ προϋποθέσεις τήν βαθειά μετάνοια μετά τοῦ πνευματικοῦ πόνου, τό κατά Θεόν πένθος καί τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν.

Ἔτσι σταυρώνεται ὁ νοῦς μέ τά Eὐαγγελικά προστάγματα. Τότε μᾶς ἐπισκιάζει ἡ Χάρη καί μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά ἀποταγοῦμε ἀπό ὅλα τά ὁρατά πράγματα τοῦ κό-σμου καί νά μαθητεύσουμε στό πνεῦμα τῆς ἄφθαρτης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ σταύρωση τοῦ νοῦ πραγματοποιεῖται σέ δύο φάσεις: στήν πρώτη καταβάλλουμε μεγάλο ἀγώνα γιά νά φύγουμε ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί τήν δουλεία του, πού εἶναι βδέλυγμα μπροστά στόν Θεό, κατά τόν Απόστολο Παύλο: «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται». Στή δεύτερη φάση ἡ προσπάθειά μας συγκεντρώνεται στό νά παραδο-θοῦμε πλήρως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἐκριζώσουμε τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν καρδιά μας καί νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τήν δουλεία τοῦ ἑαυτοῦ μας, «κἀγώ τῷ κόσμ ῳ [126]».

Μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος ἑνώνεται ὁ νοῦς μέ τήν καρδιά καί γίνεται κυ-ρίαρχος ὁλόκληρης τῆς φύσεώς του. Αὐτή εἶναι ἡ τρίτη κίνηση· καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό[127].

Τά λόγια τοῦ Κυρίου γλυκαίνουν τήν ψυχή «ὑπέρ μέλι» (Ψαλ. ραη, 103) καί ἀπο-τελοῦν τό «ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας» (Ψαλ. ραη, 111). Τά ἀγαπᾶ «ὑπέρ χρυσίον καί το-πάζιον»(Ψαλ. ραη, 127) Ποῦ νά κρύψει τέτοιον θησαυρό; Ποῦ ἀλλοῦ παρά στά κατά-βαθά του; «ἐν τῆ καρδία μου ἔκρυψα τά λόγιά σου, ὅπως μή ἁμάρτω σοι» (Ψαλ. ραη, 11)

Καί τοῦτο, γιατί ἡ καρδιά ἀποτελεῖ τό πιό ἀσφαλισμένο θησαυροφυλάκιο γιά τόν ἄνθρωπο, ἐφόσον βέβαια καί ὁ ἴδιος θά θελήσει νά κάνει τήν καρδιά του «θησαυροφυ-λάκιο»

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράζει ὁ νόμος Του, τά «λόγια», σημαίνουν εἰδικότερα τίς θεῖες ὑποσχέσεις καί ἐπαγγελίες στόν ἄνθρωπο, εἶναι λόγος ζωτανός, λόγος πού μετα-δίδει ζωή. Αὐτόν τόν λόγο καί αὐτή τήν μέθοδο, – δηλαδή τήν ἀπόκρυψη τοῦ λόγου στά βάθη τῆς καρδιᾶς – συνιστᾶ διαρκῶς ἡ ἁγία Γραφή στόν πιστό γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό κράτος τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Θεός Πατέρας πού μᾶς μίλησε ἀπό παλαιά μᾶς μίλησε διά τοῦ Υἱοῦ Του.

Ὑπάρχει ἄραγε κάποια ἐξαίρεση αὐτοῦ τοῦ κανόνα, «ἐν τῆ καρδία μου ἔκρυψα τά λόγιά σου, ὅπως μή ἁμάρτω σοι» (Ψαλ. ραη, 11), πού νά ἐπιτρέπει δηλαδή νά διδά-ξουμε κάποιον τά μυστικά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ναί, αὐτούς πού τούς ἔχει κα-ταβάλει ἡ μετάνοια γιά τά λάθη τῆς προηγούμενης ζωῆς τους καί τούς ἔχει καταπον-τίσει ὁ πόνος καί ἡ θλίψη. Ἐκεῖ νά χύσετε ἄφθονη τήν χαρά τῆς πνευματικῆς γνώσης. Νά ζεστάνετε ἐπίσης τήν ψυχή τους, μεθώντας μέ τόν σωτήριο Εὐαγγελικό λόγο. Γιατί ἄν ἀφεθοῦν αὐτοί ἀβοήθητοι, θά βυθιστοῦν σέ χωρίς τέλος θλίψη καί σέ θανατική ἀπελπισία[128].

Αὐτόν τόν «ζωντανό λόγο τοῦ Θεοῦ πού τόν κρύβει ὡς ζῶντα λόγον τοῦ Θεοῦ» , εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος καί Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός κρυμμένος μυστικά μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς, μέ τήν δυνατότητα νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία, τῆς χαρίζει ἀμωμότητα καί τήν καθαρότητα πού τόσο λαχταράει, ἀλλά δέν μπορεῖ μόνη της νά τό πετύχει. Καί ὁ Δαβίδ λέγει ἱκετευτικά «Μέ ὅλη μου τήν καρδιά σέ ζήτησα, Κύριε, χωρίς νά μοιράζω τήν καρδιά μου ἄλλες φροντίδες καί ἀγάπες τοῦ κόσμου αὐτοῦ·» «ἐν ὅλῃ καρδία ἐξεζήτησά σε, μή ἀπώση με ἀπό τῶν ἐντολῶν σου[129]» (Ψαλ. ραη, 10). Αὐτό ἀποκτάει ἕνα μυστικό νόημα, σημαίνει τήν ἔγκρυψη στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα μᾶς μιλάει γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, στήν πηγή δηλαδή. Χρειάζεται ἡ θεία Χάρη καί ἡ θελητική δύναμη τοῦ ἀνθ-ρώπου, ἐκεῖ ἀναπαύεται καί δι’ αὐτοῦ ἀνεβαίνει προσευχόμενος στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καθαρίζεται ἡ καρδιά ἀπό λογισμούς καί πάθη καί ἔρχεται τό Πανάγιο Πνεῦμα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί προσεύχεται μέ τήν προσευχή τοῦ ἀνθρώπου, τόν διδάσκει γιά τά πνευματικά θέματα καί ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν παρουσία Του. Καί ἔτσι θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τίς ἀσθένειες πού μετέδωσαν ἡ ἁμαρτία,ἀρχίζει νά λειτουργεῖ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἱσορροποῦν ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώμα-τος καί γίνεται ἡ ἄνθρωπος ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή ἁγιάζεται[130].

Τέλος συνοδοιπόρος γιά τήν θεραπεία, μεγάλο ρόλο παίζει ἡ σωματική ἄσκηση: νη-στεία[131], ἀγρυπνία, κακοπάθεια, γονυκλισίες. Ἀποκαθιστᾶ ὄχι μόνο τήν κάθαρση τοῦ νοῦ: ἀλλά τόν λεπταίνει, τόν ἐλαφρύνει καί τόν καθιστᾶ ἱκανότερο γιά ὅλες τίς πνευ-ματικές λειτουργίες[132], φυσικά ὅταν ἡ σωματική ἄσκηση γίνεται μέ μέτρο.

«Ἄν δέν βάλεις χαλινάρι προπάντων στήν γλώσσα καί στόν νοῦ σου, δέν εἶναι εὔ-κολο νά λάβεις οὐράνια χαρίσματα…»(Ἅγιος Ἄνθιμος Χίου[133]).

«Ὅταν μέ κατέθλιβαν μέ τίς συκοφαντίες τους, φοροῦσα τό σάκινο ἔνδυμα του πέν-θους καί τοῦ πόνου. Ταλαιπωροῦσα μέ νηστεία τήν ζωή μου καί ἡ προσευχή μου, .αν δέν ὠφελήσει ἐκείνους ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σκληροκαρδίας τους, θά γίνει δεκτή ἀπό ἐσέ-να καί θά ἐπιστρέψει σωτήρια καί ἀγαθοποιός σέ ἐμένα».( Ψαλ., λδ,13).

Ποιά εἶναι ἡ θεοφιλής κάθαρση; Περίμενα τόσους χρόνους τήν μετάνοιά σου, τήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν μου καί δέν θέλησες νά μέ ἀναζητήσεις, «ἐπείνασα τήν ἐπιστ-ροφή σου καί μετάνοιά σου καί δέν μοῦ ἔδωσες νά φάγω, ἐδίψασα τήν σωτηρία σου, καί δεν μοῦ ἔδωσες νά πιῶ, ἤμουν γυμνός ἀπό τίς ἐνάρετες πράξεις σου, καί δέν μέ ἔν-δυσες μέ αὐτές. Εὑρισκόμουν στήν φυλακή τῆς καρδιᾶς σου, τήν στενή, σκοτεινή καί βρώμικη καί δέν θέλησες νά μέ ἐπισκεφθεῖς ἤ νά μέ βγάλεις στό φῶς τῆς ἐλευθερίας καί ἀπαθείας, ἐγνώρισες ὅτι εὑρισκόμουν στήν ἀσθένεια τῆς ραθυμίας καί ἀπραξίας σου καί δέν μέ ὑπηρέτησες μέ ἀγαθά ἔργα. Φύγε ἀπό μένα. Αὐτή εἶναι ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου γιά τήν κάθαρση πού ζητεῖ ὁ Θεός[134]. Δηλαδή ἐάν δέν ἐλεήσουμε πρῶτα τήν ψυχή μας, πού εἶναι ὁ πιο κοντινός πλησίον μας, οὔτε ὁ Θε-ός μπορεῖ νά τήν ἐλεήσει.

 

Ἡ κάθαρση τῶν παθῶν καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο[135]

 

Πῶς χρησιμοποίησε τά θεραπευτικά μέσα τῆς Ἐκκλησίας μας, (τοῦ πνευματικοῦ νοσοκομείου) ὁ ἅγιος Γρηγόριος, γιά νά καθαρθεῖ ἡ καρδιά του καί νά φωτισθεῖ ὁ νοῦς του ἀπό τό θεῖο Φῶς;

Ζοῦσε σέ μιά διαρκῆ ἄσκηση καί σέ μιά διαρκῆ φυλακή τοῦ νοός.

Ἀπό πολύ μικρή ἡλικία ἔδειξε μεγάλη προθυμία, ἐπιμέλεια καί ζῆλο γιά νά σπου-δάσει. Βασικές σπουδές ἔγιναν στήν Ναζιανζό καί στήν συνέχεια στήν Καισάρεια, στήν Ἀλεξάνδρεια καί τέλος στήν Ἀθήνα.

Ἀπό μικρός δέν ἔπαψε, μαθημένος ἀπό παιδί ἀπό τήν μητέρα του τήν ἁγία Νόννα, νά ἐπιδίδεται συστηματικά καί στίς πνευματικές σπουδές, ἀσκώντας τό σῶμα καί τήν ψυχή μέ ὅλες τίς ἀσκήσεις πού ἡ Ἐκκλησία προτείνει. Νηστεῖες, ἀγρυπνίες, ἀτέλειω-τες προσευχές. Τό καταστάλαγμα αὐτῆς τῆς γνώσης καί ἐμπειρίας τοῦ ἁγίου μας καί ἀναχώρησε στόν Πόντο, κοντά στόν Ἴρη ποταμό, μέ τό φίλο του τόν Μέγα Βασίλειο για ἡσυχάζουν. Ἐκεῖ μόνοι μαζί μέ τόν Θεό μπῆκαν σ’ ἕνα αὐστηρό ἀσκητικό πρό-γραμμα. Γράφει γι’ αὐτή του τήν ἀπόφαση:

«Θέλησα κάποτε νά νεκρώσω τήν ζωή μου καί νά ζήσω τή μυστική ζωή τοῦ Χρι-στοῦ καί κατά κάποιο τρόπο νά γίνω μεγαλέμπορος, ἀφοῦ θά εἶχα ἀγοράσει τό πολύ-τιμο μαργαριτάρι μέ ὅλα ὅσα ἔχω καί θά εἶχα δώσει ὡς ἀντάλλαγμα γιά πράγματα μό-νιμα καί οὐράνια, πράγματα πρόσκαιρα καί μεταβλητά. Πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν πιό μεγάλη καί ἀσφαλῆ ἀγορά, γιά ἐκείνους βέβαια πού μποροῦν νά κρίνουν[136].

Ἀργότερα ὁ ἴδιος σ’ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του παρουσιάζει τόν τρόπο πού ζοῦσαν:

Κάποτε εἶχα πάρα πολύ μεγάλη δύναμη ἀνάμεσα στούς νέους καί ὁ βασιλιάς Χρι-στός μέ ὁδηγοῦσε στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου. Ἡ πίστη στήν καρδιά μου ἦταν πιό στέρεη καί ἀπό διαμάντι, καί ἀπό παντοῦ ἤμουν φραγμένος ἀπό ὅπλα δυνατά. Μέ τούς θείους λόγους ἐξάγνισα τό νοῦ μου, ἀναλαμβάνοντας Πνεῦμα ἀπό τίς Γραφές· πού μοῦ γέμιζαν τήν καρδιά, καί μέ αὐτούς ἔφτυνα τά ψεύτικα χρώματα τῶν κοσμι-κῶν βιβλίων καί θεωροῦσα ἄχρηστη τήν κοσμική σοφία ὅταν «ἀνελάμβανε Πνεῦμα ἀπό τίς Γραφές».

Καθώς ἡ σάρκα ἄναβε λόγῳ τῆς νεότητός μου, τήν κούραζα μέ πολλούς καί πυ-κνούς κόπους. Ἀπάλλαξα τήν κοιλιά ἀπό τήν ὕβρη τοῦ χορτασμοῦ καί ἔδεσα τά μάτια κάτω ἀπό τά βλέφαρα μέ τή σωφροσύνη. Ἀγρίεψα κατά τοῦ θυμοῦ, ἔδεσα τά μέλη, ἔκοψα τό γέλιο. Ἔτσι ὑποτάχτηκαν ὅλα θεῖο θέλημα.

Τό χῶμα ἦταν τό κρεββάτι μου· μέ σκέπασμα τά ἄθλια κουρέλια. Φάρμακο ἀγρυ-πνίας τά δάκρυά μου καί μέ ὁλονύκτιους ὕμνους.

Στήθηκα ὄρθιος, χωρίς σκέψη γιά τήν ἀνθρώπινη κούραση. Ὅλα αὐτά γινόταν γιά νά ξερριζωθεῖ κάθε ἐμπόδιο γιά τήν ἔλευση τοῦ τοῦ οὐρανίου Φωτός[137].

Ἔτσι κατόρθωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος νά ὑποτάξει τά πάθη του, τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, πού τόν ἐμπόδιζαν στήν ζωή τῆς ἀρετῆς, καί ἀκόμα περισσότερο δέν τόν ἄφηναν νά προχωρήσει στήν πολυπόθητη τελειότητα. Τό κυριότερο εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν ἁπλᾶ, φυσικά καί ἔχοντας τό φρόνημα ὅτι ὅλα τά κάνει γιά τόν Χριστό.

     Γιά ἄλλους πολύτιμος πλοῦτος εἶναι ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος· αὐτοί εἶναι πού νιώ-θουν εὐχαρίστηση νά φροντίζουν διαρκῶς τά ἀναρίθμητα κτήματα, χρήματα καί νά δοκιμάζουν λίγη χαρά καί πολύ πόνο.

Σέ μένα ὅμως φθάνει τό ψωμί καί γλυκό προσφάϊ τό ἁλάτι καί τό τραπέζι πρόχει-ρο. Καί πάνω ἀπό αὐτά πιοτό πού δέν μεθάει, τό νερό. Αὐτός εἶναι ἄριστος πλοῦτος γιά μένα, καί ὁ Χριστός ἔτσι ἀνεβάζει τόν νοῦ στά οὐράνια[138].

Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς πού ζοῦσε, τόν εἶχε ὁδηγήσει πολλές φορές σέ ἁρπαγή τοῦ νοῦ, πρᾶγμα πού πλημμύριζε τήν καρδιά του ἀπό τήν ἀνέκφραστη χαρά τοῦ Παραδεί-σου καί τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀγῶνες ἀκόμα δυσκολώτερους καί ἀνώτερους.

Πρότυπά του ἦταν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού καθ’ ὑπερβολήν δουλαγώ- γησαν τό σῶμα μέ ἀκραῖες ἀσκήσεις, φτάνοντας σέ ὑπέρ φύση καταστάσεις καί μέ αὐ-τόν τόν τρόπο εἴλκυσαν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νέκρωσαν τά πάθη καί ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό.

     Τό πάθος τῆς σάρκας τό ἔδεσα καί τό ἔρριξα σέ σιδερένια δεσμά, σβήνοντας τήν φλόγα της. Ἄλλοι σέ σκοτεινές καί σέ στενές κατοικίες ἤ σέ σχισμάδες ἄγριων βρά-χων κλεισμένοι σταμάτησαν τήν βλάβη πού προέρχεται ἀπό τίς πλανερές αἰσθήσεις.

Ἄλλοι στίς ἐρημιές καί τόπους τῶν ἀγριμιῶν, ἀποφεύγοντας τήν ἁμαρτία, πού μοιάζει μέ θηρίο, παρέδωσαν τόν ἑαυτό τους, ζώντας ὄχι ἀνθρώπινη ζωή, θεωρώντας ὡς κό-σμο μόνο αὐτό πού ἔβλεπαν.

Ὁ ἄλλος μέ τόν σάκκο καί μέ τήν τέφρα καί μέ τά δάκρυα τράβηξε το ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί μέ τόν πόνο τῆς χαμαικοιτίας καί μέ τήν ὀρθοστασία χρόνια ὁλόκληρα.

Ὁ φόβος καί ἡ πίστη στόν Θεό τούς ὕψωσε σάν στῆλες ἁρπάζοντας πρόωρα τόν νοῦ πρίν ἀπό τά σώματα· καί θ’ ἀκούσεις παράξενα ποτά καί φαγητά· τό προσφάγι στάχτη ἀναμεμιγμένη μέ δάκρυα.

Αὐτά νομίζω ὅτι νικοῦν τούς νόμους τῆς φύσεως, διότι ὁ ζῆλος ὁδηγεῖ σέ δρόμους πά-νω ἀπό τήν λογική[139]».

Βλέπουμε τόν ἅγιο νά παρουσιάζει τά πρότυπά του ἀλλά ταυτόχρονα νά μᾶς πα-ρουσιάζει καί τούς καρπούς ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκραίων ἀσκήσεων πού εἶναι πάνω ἀπό τήν λογική. «Ὁ φόβος καί ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ τούς ὕψωσε σάν στῆλες ἁρπάζοντας πρό-ωρα τόν νοῦ πρίν ἀπό τά σώματα». Βλέπουμε πῶς ἐξηγεῖ αὐτή τήν ὑπέρβαση τῶν νό-μων τῆς φύσεως: «Διότι ὁ ζῆλος ὁδηγεῖ σέ δρόμους πάνω ἀπό τήν λογική». Εἶναι αὐ-τός ὁ ζῆλος πού ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἐκτός ἀπό αὐτόν τόν ζῆλο ἀπαραίτητη εἶναι καί ἡ ἀνδρεία τοῦ ἀγωνιζομένου.

Ἀνδρεία εἶναι ἡ σταθερότητα στίς δυσκολίες· τό θάρρος γι’ αὐτά πού πρέπει νά τολμᾶ κανείς[140].

Ἐπίσης, ἐπειδή ὁ ἅγιος ξέρει πολύ καλά πόσο δύσκολος καί τραχύς εἶναι ὁ πνευ-ματικός ἀγώνας ἀλλά καί πόσες εὐλογίες καί θεϊκές χαρές ἔχει, τό νά κρατήσει τίς ἰσορροπίες λέγει: Προσέχετε· Οὔτε νά ἔχεις μεγάλο θάρρος οὔτε νά ἀπελπίζεσαι ὑπερ-βολικά· τό πρῶτο σέ ἐξασθενεῖ, τό δεύτερο σέ ρίχνει κάτω[141].

Πόσο ἀγάπησε τόν Χριστό! Προσπάθησε ὁ ἴδιος ἀλλά καί σέ μᾶς προτείνει νά πε-ράσουμε ἀπό ὅλες τίς ἡλικίες τοῦ Χριστοῦ σάν μαθητές Του.

Εἶναι ταφή καί ἀνάστασις.

Πέρνα χωρίς μομφή ἀπό ὅλες τίς ἡλικίες καί τίς δυνάμεις τοῦ Χριστοῦ, σάν μαθη-τής τοῦ Χριστοῦ.

Ἄν σέ φραγγελώσουν ζήτησε ἐμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα καί ὕβρεις, σταφανώ- σου μέ τά ἀγκάθια τοῦ δύσκολου δρόμου τοῦ Θεοῦ, ντύσου τήν κόκκινη χλαμύδα, δε-ξου τό καλάμι, ἄφησε νά σέ προσκυνήσουν ἐκεῖνοι πού εἰρωνεύονται τήν ἀλήθεια. Τέλος σταυρώσου μαζί μέ τόν Χριστό, νεκρώσου μαζί Του, κατέβα πρόθυμα στόν τάφο μαζί Του, θά ἀναστηθεῖς καί θά δοξασθεῖς βασιλεύοντας μαζί Του.

Αὐτό τό θυσιαστικό καί ἀσκητικό φρόνημα πού βρίσκουμε στήν ζωή καί στό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν συστηματική κάθαρση τῆς καρδίας.

Τί εἶναι ἡ κάθαρση; Ἡ κάθαρση εἶναι πλύσιμο ἀπό τούς μολυσμούς. Καί μολυσμός εἶναι ἡ τύπωση μέσα μου τῶν κακῶν[142]. Δηλαδή εἶναι κάτι βαθύτερο. Μία κάθαρση πού φτάνει μέχρι τήν ἄρση τῆς «τύπωσης τῶν παθῶν».

Τόσο σημαντική τήν θεωροῦσε, πού ἔλεγε: Χρειάζεται συνεχής ἀγώνα.

Μόνον νά προσέχεις πάντοτε νά καλλιεργεῖς φιλόπονα τήν κάθαρσή σου ἀπό τά πάθη μέ τήν ἄσκηση, δηλαδή«νά κάνεις ἱερά ἀποδημία πρός τόν ναόν τοῦ Θεοῦ». (Ψαλ. πγ, 6).

Ἄς κρατήσουμε τόν θυμό ὡς θηρίο καί τήν γλῶσσα ὡς ἀκονισμένο ξίφος καί ἄς κατασβέσουμε τήν ἡδονή ὡς φωτιά. Ἄς βάλουμε στά αὐτιά μας πόρτες, οἱ ὁποῖες νά ἀνοίγουν καί νά κλείνουν καλῶς, καί ἄς συνετίσουμε τούς ὀφθαλμούς μας. Ἄς χαλινα-γωγήσουμε τήν ἁφή, πού λυσσᾶ, καί τήν γεύση, ἡ ὁποία κατασπαράζει, γιά νά μήν εἰ-σέλθει ὁ θάνατος ἀπό τά παράθυρά μας (διότι ἔτσι νομίζω ὅτι λέγονται τά αἰσθητήρια ὄργανα) (Ἱερ. 9, 21).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται στήν ἐξωτερική ἡσυχία, δηλαδή στήν διαφύλαξη τῶν αἰσθήσεων, ἐνῶ ἡ ἐσωτερική ἡσυχία εἶναι ἡ προσοχή τῶν λογισμῶν.

Καί τήν ἄφεση πού ἐπέτυχες ὡς δωρεάν ἀπό τόν Θεόν συντήρησέ την μέ ἐπιμέλεια, ὥστε τήν μέ ἄφεση νά τήν ἔχεις ἀπό τόν Θεό, τήν δέ συντήρηση ἀπό τόν ἑαυτόν σου[143]. Αὐτόν τόν ἀγώνα περιμένει ἀπό μᾶς ὁ Θεός γιά νά μᾶς ἐνισχύσει σ’ αὐτόν.

Ἄς καθαρίσουμε, ἀδελφοί, τούς ἑαυτούς μας μέ τήν χάρη τῶν μαρτύρων. Ἤ καλύτερα μέ τήν Χάρι Ἐκείνου τόν ὁποῖον καθαρίσθηκαν καί αὐτοί μέ τό αἷμά Του καί τήν ἀλή-θεια. Ἄς παρουσιάσουμε, καί ἐμεῖς τά σώματα καί τίς ψυχές: «θυσία ζωντανή, ἁγία, εὐπρόσδεκτη στό Θεό, αὐτή τήν λογική λατρεία καί προσευχή. Διότι τίποτε δέν εἶναι τόσο πολύτιμο στόν καθαρό Θεό, ὅσο τό νά εἶναι κανείς καθαρός ἤ νά ἀγωνίζεται νά καθαρισθεῖ[144]».

Τόνιζε ὅτι ἡ κάθαρση εἶναι κάτι εὔκολο γιατί ἀφορᾷ ὅλον τόν ἄνθρωπο, ὅλα τά μέλη, ὅλες τίς αἰσθήσεις.

     Ἄς καθαρίζουμε τήν κεφαλή, τό ἐργαστήριο τῶν αἰσθήσεων καί νά κρατοῦμε τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. «Καλόν καί ὦμον ἁγιάζεσθαι καί καθαίρεσθαι» τό νά μπορέσει νά σηκώνει τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κάθαρση πρέπει νά ἐπεκταθεῖ καί στήν καρδιά καί στήν μέση καί στά νεφρά. Τά νεφρά νά ἀλλοιωθοῦν τήν καλή ἀλλοίωση «ὅλον τό ἐπιθυμητικόν εἰς Θεόν μεταφέροντες». Μόνον ἔτσι θά καταλυθεῖ καί ὁ δρά-κοντας πού ἔχουμε μέσα μας[145].

Ἀσκούμενος καί καθαιρόμενος ὁ ἅγιος στόν Πόντο, κοντά στόν Ἴρη ποταμό, δοκί-μασε τό ἱερό χάρισμα τοῦ φωτισμοῦ. Μελετώντας καί προσευχόμενος ἔνιωθε ὅτι τόν καθοδηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν θεία ἀλήθεια. Μέ αὐτήν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό.

Γινόμαστε γνῶστες τῶν οὐρανίων, φωτιζόμαστε ἀπό τόν Θεό, ἀναβαίνοντας στά ὕψη, ὅσο μποροῦμε νά ἀνεβοῦμε στόν Θεό, ἐνῶ εἴμαστε ἐφήμεροι[146].

Εἶναι σημαντικό νά τονίσουμε πώς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἐπιτηδευμένα, δέν εἶχαν κάποιο στόχο κοσμικό, ἐγωϊστικό.Ὅλα γίνονταν ἀπό τήν μεγάλη του ἀγάπη πρός τον Χριστό. Σκοπός καί ἐπιδίωξή του ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη καί ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του μέ τόν Θεό.

Αὐτή λοιπόν ἡ ἀληθινή κάθαρση τῆς καρδίας εἶναι πού ἀνοίγει τόν οὐρανό, κατέρ-χεται ἡ Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μᾶς ἀποκαλύπτει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Τότε μᾶς λέει ὁ ἅγιος, εἶναι ἕτοιμος ὁ ἄνθρωπος νά μιλήσει μέ τόν Θεό, νά Θεολογή-σει ἀλλά καί νά ἀποκαλύψει τά κεκρυμμένα πολλούς Μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

Γράφει χαρακτηριστικά: Εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά ὁμιλεῖ κάποιος γιά τόν Θεό!  Ἀλλά σπουδαιότερο εἶναι νά καθαρίζει κάποιος τόν ἑαυτό του ἀπό τά πάθη γιά τόν Θεό, διότι σέ ψυχή γεμάτη ἀπό πάθη δέν θά εἰσέλθει ἡ σοφία[147].

Θεωρεῖ ἀπαραίτητο τήν Θεολογία στό στάδιο τῆς καθάρσεως καί τό θέτει σάν προϋπόθεση:

     Πίστευα ὅτι ἡ πνευματική συνέπεια ἀπαιτοῦσε πρῶτα νά καθαρίσω τόν ἑαυτό μου μέ τήν φιλοσοφία τῶν ἔργων, καί στήν συνέχεια ν’ ἀνοίξω τό στόμα τῆς διανοίας μου, καί νά κηρύττω τήν τέλεια σοφία τοῦ Θεοῦ στούς τέλειους[148].

Πρέπει νά καθαρίσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας, ἔπειτα νά καθαρίσουμε ἄλλους. Νά ἀποκτήσουμε σοφία καί ἔπειτα νά κάνουμε καί τούς ἄλλους σοφούς. Νά γίνουμε φῶς, γιά νά φωτίσουμε. Νά πλησιάσουμε τόν Θεό οἱ ἴδιοι, γιά νά φέρουμε κοντά καί τούς ἄλλους. Νά ἁγιασθοῦμε,γιά νά ἁγιάσουμε[149].

Καί γι’ αὐτό πρέπει πρῶτα κάποιος νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του καί κατόπιν νά πλη-σιάσει τόν καθαρό[150].

Ὅταν ὅμως τό φυλάξουμε πολύ προσεκτικά τήν ψυχή μας καί ἑτοιμάσουμε τήν καρδιά στίς πνευματικές ἀναβάσεις…καί σπείρουμε καρπούς δικαιοσύνης,…ἄς προ-σφέρουμε στούς ἑαυτούς μας τό φῶς τῆς γνώσεως. Καί ἔτσι κηρύσσουμε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει ἀποκρυβεῖ μέσα στό μυστήριο καί γινόμαστε φῶς γιά τούς ἄλ-λους[151].

     Ἄν εἶσαι Μωϋσῆς, μπές μέσα στήν νεφέλη, μίλησε μέ τόν Θεό, ἄκουσε φωνή. Καί δέξου νόμο καί νομοθέτησε. Ἄν πάλι εἶσαι Ἀαρών, ἀνέβα μαζί ἀλλά μεῖνε ἔξω ἀπό τήν νεφέλη, κοντά. Ἤ μεῖνε κάτω καί ἄκουσε τήν φωνή μόνον, καί νά ἁγνίσεις καί νά καθαρίσεις τόν ἑαυτό σου, ὅπως ἔχεις διαταχθεῖ.

Ἀδελφοί μου, σέ αὐτό τόκείμενο θελήσαμε ἰδιαιτέρως νά τονίσουμε ὅτι αὐτό πού ἔκανε τόν ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, δέν ἦταν οἱ φιλοσοφικές καί θεολογικές του σπου-δές καί γνώσεις, τίς ὁποῖες κατ’ ἄνθρωπον ἀπέκτησε. Ἦταν ἡ ἀληθής γνώση τοῦ Θε-οῦ, τήν ὁποία τοῦ χάρισε ὁ καλός Θεός σάν δῶρο τῆς μεγάλης Του ἀγάπη καί τῆς τέ-λειας παράδοσής Του σ’ Αὐτόν. Ταυτόχρονα ὅμως βλέπουμε ἁγίους πού ἀναδεικνύει ἡ Ἐκκλησία στούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς,ὅπως εἶναι ὁ ὁσιώτατος ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀκολούθησαν αὐτή τήν ἀσκητική πορεία καί ὁ καλός Θεός τούς χάρισε πλούσια τήν Χάρι Του;.

Νά παραδειγματισθοῦμε ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καθάρισε τήν καρδιά του μέ τήν ἄσκηση καί διά τῶν θείων χαρισμά-των καί ἐλλάμψεων ἀποσαφήνισε μέ κάθε λεπτομέρεια τά βασικά δόγματα τῆς Ἐκ-κλησίας, ἔτσι καί κάθε ἕνας ταπεινός ἅγιος μπορεῖ νά ἀλλάξει τό φρόνημα τῶν ἀν-θρώπων. Ὅμως τό φρόνημα ὅλων ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἀλλοιώνεται καί, χωρίς νά τὀ καταλαβαίνουμε ἴσως, ἐκκοσμικευόμαστε, δηλαδή μᾶς κερδίζει ὁ κόσμος καί ὄχι ὁ Χριστός.

Ἄσκηση, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, φωτισμός, ἔλλαμψη, δηλαδή τέλεια γνώ-ση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθήσει αὐτήν τήν πορεία, μπορεῖ πραγματικά νά ἀλλάξει τόν κόσμο. Λοιπόν σήμερα μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀγωνισθεῖτε, ὅλοι μπορεῖτε νά γευθεῖτε τόν γλυκύν Ἰησοῦ, νά γίνετε θεοφόροι· καί τότε ὁ Χριστός, πού βρίσκεται μέσα σου, θά ἀλλάξει τόν κόσμο.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέρασε ὅλα τά στάδια τῆς ἀσκήσεως καί τῆς καθάρσεως.  Γνώ-ρισε τούς καρπούς τῆς προσευχῆς καί δοκίμασε θεῖα χαρίσματα καί ἐλλάμψεις. Ἔτσι μίλησε αὐθεντικά, θεολόγησε καί ἀπεκάλυψε τά κεκρυμμένα Μυστήρια. Ὅπως μᾶς λέγει: «Ὅπου δέ ὑπάρχει τήρηση ἐντολῶν, ἐκεῖ γίνεται καί κάθαρση τῆς σαρκός, τοῦ νέφους αὐτοῦ, τό ὁποῖον ἐμποδίζει τήν ψυχή καί δέν τήν ἀφήνει νά δεῖ καθαρά τήν θεία ἀκτίνα. Ὅπου ὑπάρχει κάθαρση, ἐκεῖ ὑπάρχει καί θεῖος φωτισμός. Ὁ θεῖος φω-τισμός εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ πόθου ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά πλησιάσουν τό κάτι παραπάνω ἀπό τό μεγάλο…[152]».

Μπροστά στόν ἅγιο, πού σφοδρά ἐπεθύμησε τόν μεγάλο Θεό, στεκόμαστε μέ θαυμα-σμό καί φόβο, ἀποφασισμένοι νά προσέξουμε μέ ὅση προσοχή μποροῦμε νά διαθέ-σουμε, τόν κάθε λόγο του, πού μᾶς ἀνάγει στόν Κύ-ριό μας καί Θεό μας. Μᾶς προτρέ-πει καθημερινός μας σκοπός νά εἶναι ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ

Μακάρι, ἀδελφοί μου, μέ τίς εὐχές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, νά βρεθοῦμε καί μεῖς συ-νηγμένοι καί γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ μέ χαρά καί φόβο νά ψάλλουμε, δοξο-λογώντας μέ ὁλοκάθαρο ὕμνο καί εὐχαριστώντας ἀκατάπαυστα τόν Τριαδικό Θεό.

«Ἡ πτώση εἶναι ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ, ἡ θεραπεία ὁ φωτισμός του. Ὁ ἅγιος Συμε-ών προβάλλει μία δυνατή εἰκόνα τῆς μετάνοιας. Συνδέει τήν μετάνοια μέ τό Φῶς, τήν ὀνομάζει θύρα τοῦ Φωτός πού ὑψώνει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ἀπό τό σκότος τοῦ Ἅδη στό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Στό αὐτό τό ἔργο συνεργίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου ὁ ἄνθρωπος προσφέρει «τό ἤμαρτον», τήν ταπεινή δέηση, κρούει τήν πόρτα τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός δίνει τήν συγχώρεση. Ζητᾶ ἔλεος, μέχρι νά εἰσέλθει, νά λάβει καί ἑνωθεῖ μέ τό Φῶς, μέχρι τό Φῶς νά μορφωθεῖ ὡς «ἔμβρυο» καί «ἀσώματος» μέσα του[153]. Πιστεύοντας ὁλόψυχα καί μετανοώντας θερμά συλλαμβάνει στήν καρδιά του τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ πνευματικῶς, Αὐτόν πού ἡ Παρθένος συνέλαβε σωματικῶς, μέ τό νά διατηρεῖ τήν ψυχή του παρθενική καί ἁγνή. Μόνο τότε δέν θά τόν φλέξει τό πῦρ τῆς θεότητας[154]. Καί πάλι τό Φῶς διατηρεῖται ἄσβεστο μέσα στήν καρδία διά μετα-νοίας. Μέ αὐτήν τό Φῶς εἰσδύει στίς ψυχές καί πρῶτα τίς καθαρίζει καί μετά πρός ἔρωτα Θεοῦ ἐξάπτει, τίς ἀναγεννᾶ καί μέ τό Φῶς ἐπενδύει. Εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ μεσότητα καί τό τέλος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀπαραίτητη ὄχι μόνο γιά τήν ἀποδοχή τῆς θείας Χάριτος, ἀλλά καί γιά τήν διατήρηση καί τήν ἀνάκτηση αὐτῆς[155]».

Τά παρά φύση πάθη μεταμορφώνονται σέ κατά φύση κατάσταση μέ προορισμό τήν ὑπέρ φύση κατάσταση. Εἶναι ἡ θεία κατάσταση πού λέγει ὁ Δαβίδ: Λαχταρᾶ ἡ ψυχή καί λιώνει ἀπό τόν πόθο της νά εὑρεθεῖ στόν ναό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή καί τό σῶμα σκιρτοῦν ἀπό ἀγαλλίαση, ὅταν θυμᾶται τόν Θεό. (Ψαλ. 83, 3).

Αὐτό εἶναι καί τό ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας: «Νά γίνουμε κατά χάρη υἱοί τοῦ Θε-οῦ τοῦ Ὑψίστου».

 

ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟ

 

Σάν ἐπίλογο σκεφθήκαμε νά ἀναφέρουμε μέ συντομία τά μαθήματα πού πρέπει νά μάθουμε καί νά βιώνουμε στήν ζωή μας, γιά νά καθαρθοῦμε[156]

Γιά νά περάσει ἕνας μαθητής τήν κάθε τάξη στό σχολεῖο πρέπει νά περάσει τά μα-θήματα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς τάξεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση.

Τό θεμελιακό μάθημα καί τῶν τριῶν τάξεων εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν.

Κατά τούς ἁγίους Πατέρες τά μαθήματα πού πρέπει νά περάσει ὁ κάθε Χριστιανός εἶναι: Στήν περίοδο (τάξη) τῆς καθάρσεως.

 

     α) Ἡ ἀπόρριψη τῆς μορφῆς τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, καθώς φορέσαμε τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ (Α΄. Κορ. 15, 47). Χάσαμε τό αὐτεξούσιο. Γίναμε πονηροί, ψεῦτες, μνησίκακοι, κενόδοξοι, ὑπερήφανοι.Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ Οὐρανοῦ. Ἄς «φορέσουμε καί τήν εἰ-κόνα τοῦ ἐπουρανίου» (Α΄. Κορ. 15,49) καί τότε ὁ Κύριος Ἰησοῦς θά μᾶς χαρίσει πάλι τό αὐτεξούσιον καί θά φωτίζει τή διάνοιά μας νά βλέπει καί νά κρίνει ὀρθά καί νά ἔχουμε τήν ἐλευθερία καί ὅλα τά δικά Του ἰδιώματα. Οἱ τέσσερες βασικές ἀρετές, δη-λαδή ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀνδρεία καί ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.

 

     β) Χρειάζεται νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε πρόσθετη κακία, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος.

Τί εἶναι ἡ πρόσθετη κακία; «Ὑπάρχουν στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου τρία εἴδη ζωῆς: τό ἕνα εἶδος εἶναι ἡ σωματική, τό ἄλλο εἶδος εἶναι ἡ ψυχική ἤ νοερά καί τό τρίτο εἶδος εἶναι ἡ παρορμητική» λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Τό παρορμητικό εἶδος ζωῆς τί εἶναι;

Τήν ὀνομάζει αὐτή τήν ψευδοουσία παρόρμηση, ἡ ὁποία διεισδύει στό βάθος τοῦ ἀνθρώπου καί φθάνει καί στό DNA κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά γίνεται καθοριστική καί καθοδηγητική τῆς ψυχοσωματικῆς του ζωῆς.Τό ἔργο εἶναι νά ἀντιπαλευόμεθα, νά πο- λεμοῦμε καί νά δέρνουμε καί νά δερόμεθα ἀπό τόν διάβολο. Ὁπότε ἡ δύναμη εἶναι τοῦ Θεοῦ, πού θά ἐκριζώσει τό κακό ἀπό μέσα μας. Ἐάν βάζουμε ἐμεῖς ἕνα μικρό πο-σοστό ἀγῶνος πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση ἰδίως μέ τήν θέλησή μας, ὁ Θεός βάζει τό μεγαλύτερο ποσοστό καί φεύγει αὐτή ἡ πρόσθετη, ἄς ποῦμε, οὐσία πού ἔρχεται μέσα στόν ἄνθρωπο.

     γ) Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μισήσει τήν ὕλη.

Μισῶ τήν ὕλη σημαίνει ὅτι δέν τήν βάζω σέ προτεραιότητα στή ζωή μου. Τό μῖσος τῆς ὕλης δέν εἶναι μῖσος, πού δέν πρέπει νά δέχεται κανείς τήν ὕλη, γιατί εἶναι ἔργο Θεοῦ καί μερικές φορές ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἐξ ἴσου τήν ὕλη, ὅσο καί τό πνεῦμα.

Εἶναι πολύ βασικό αὐτό, νά μισήσουμε τήν ὕλη ὡς πρός τήν ἰδιότητά της νά θεο-ποιεῖ τήν ὕπαρξή της. Ἡ ὕλη εἶναι στοιχεῖο τῆς σωτηρίας, δέν εἶναι ὅμως ὁ σωτήρας.

     δ) Πρέπει νά λιώσει ἡ σάρκα.

Τί σημαίνει νά λιώσει ἡ σάρκα;

Ἡ σάρκα εἶναι ὕλη ἀλλά δέν εἶναι πρώτη ἐδῶ σάν στοιχεῖο σωτηρίας. Ὅταν ἡ σάρ-κα παχύνεται,τό πνεῦμα ἐγκλωβίζεται καί τό ξέρουν ἀπό πεῖρα οἱ Πατέρες τό θέμα αὐ- τό, γι’ αὐτό ἐπιτελοῦν κυρίως τήν ἄσκηση τῆς νηστείας, την χαμαικοιτία, τήν ἀγρυ-πνία.

     στ) Ἀποφυγή κάθε αἰτίας πού ὠθεῖ τό λογισμό σέ πάθος.

Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό τόν λογισμό πού δεχόμαστε.

Ἄλλο εἶναι νά κάνεις τήν ἁμαρτία μιά φορά καί ἄλλο νά τήν κάνεις πολλές φορές. Ὁπότε τόν ἐθισμό δέν μπορεῖς νά τόν σταματήσεις καί αὐτό εἶναι τό πάθος καί, ὅταν δημιουργεῖται μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τό βάζει μπροστά του σάν εἰκόνα καί τό λατρεύει.

Ἕνας τρόπος πρακτικῆς ὠφέλειας καί προκοπῆς στόν πνευματικό ἀγώνα εἶναι ἡ ἀποφυγή καί ἀπομάκρυνση ἀπό τά αἴτια. Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀνάμεσα στά αἴτια ἐπη-ρεάζεται καί ὑποχωρεῖ στίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη. Ὁ βέβαιος τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπό τά αἴτια καί τίς ἀφορμές εἶναι ἡ αὔξηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

ζ) Ἡ μετάνοια γιά τά περασμένα ἁμαρτήματα

Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική στροφή τοῦ νοῦ πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά συναισθανθεῖ τήν ἁμαρτία νά τήν μισήσει, νά τήν ἐξομολογηθεῖ στόν Πνευματικό καί νά παράγει καρπούς μετανοίας, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἄσκηση, δηλ. τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, γιά νά μπεῖ μέσα στό στάδιο τοῦ ἀγῶνος καθαρός. Σέ διαφορετική κα-τάσταση, θά λαχανιάσει ἀπό τήν πρώτη στιγμή κι ὁ διάβολος θά τόν καταρρίψει καί δέν θά τόν ἀφήσει νά προχωρήσει.

Ἡ φιλάνθρωπος θεία Χάρι ἐνῶ εἶναι μία, ἐνεργεῖ μέ ποικίλους τρόπους στούς πι-

στούς. Στούς εἰσαγωγικούς γιά τήν πραγματική μετάνοια, πού δέν ἔχουν ἀποβάλει τά πάθη τους, ἐνεργεῖ ἐνθαρρυντικά, ὥστε νά μήν ὀλιγοψυχήσουν καί ὀπισθοχωρήσουν.

Σέ ὅσους πρόκοψαν καί ἀσκοῦνται μέ βία, παρουσιάζεται κατά διαστήματα καί τούς ἐνθαρρύνει στήν φιλοπονία.

Σ’ αὐτούς πού προόδευσαν στήν «πρακτική» ἐργασία καί δάμασαν τίς αἰσθήσεις, ἀπό τά πάθη, προσφέρει τόν θεῖο φωτισμό.

Σέ ὅσους προσέχουν μέ ἀκρίβεια τίς αἰσθήσεις ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ παράλο-γου, τοῦ ἐμπαθοῦς, αὐξάνεται ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, διοικεῖ τά νοήματα καί γεννᾶ τίς λογικές καί θεοφιλεῖς ἀποφάσεις.

     η) Τά δάκρυα

Τά δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ξεπλένονται οἱ βρωμιές τῆς ἁμαρτίας καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν κάθαρση καί στήν ἐπανασύνδεση μέ τόν Θεό.

     θ) Ἡ ρύθμιση τῆς διαγωγῆς σύμφωνα μέ τήν χρηστότητα τοῦ Πνεύματος.

Πρέπει νά καθοδηγοῦμε τόν ἑαυτόν μας σέ τέτοια ζωή πού νά εἶναι σύμφωνη μέ τή ζωή τοῦ Πνεύματος. Γιατί λένε οἱ Πατέρες «χωρίς πειρασμούς κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ». Οἱ πειρασμοί ταλανίζουν τόν ἄνθρωπο, τόν ξυπνᾶνε καί ἀρχίζουν νά τοῦ ἀπο-καλύπτουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί γίνεται μέσα του μία διεργασία, ὁπότε συμμορ-φώνεται εὔκολα μέ τό θέλημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί σάν τελευταῖο.

     ι) Ἔρχεται ἡ κατάνυξη πού ὁδηγεῖ στήν κάθαρση ἀπό κάθε ψυχικό καί σαρ-κικό μολυσμό.

Τήν πραγματική κατάνυξη (δηλ. τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς, ζωηρή λύπη πού κεντᾶ καί πληγώνει τήν ψυχή) θά τήν ἐπιτύχεις,ὅταν μέ ἐγκράτεια, μέ ἀγρυπνία, προσευχή καί ταπείνωση μαραίνεις ὁλότελα τήν ἔμφυτη ἡδονή τῆς σάρκας καί ὅταν σταυρωθεῖς μαζί μέ τόν Ἰησοῦ, μή ζώντας πλέον ἐμπαθῶς, ἀλλά μέ τή Χάρη καί τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν ἐλπίδα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν[157].

 

Τό δεύτερο στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, πού εἶναι ποιοτικό, φθάνει

τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλες πνευματικές καταστάσεις[158].

     α) Ἡ γνώση τῶν ὄντων[159].

Ὅταν ἕνας εἶναι ἐμπαθής,βλέπει τά ὄντα ἀπό τήν ἐπιφάνειά τους. Ὅταν ὅμως καθα-ρίζεται καί μπαίνει μέσα σέ ἕναν ἀπαθῆ κόσμο, ἀμέσως ὁ φωτισμός τοῦ νοός του ἔχει μία διεισδυτικότητα καί μπαίνει μέσα στό εἶναι τῶν ὄντων. Βλέπει τά πράγματα ἀπό μέσα καί κρίνει διαφορετικά ἀπό ὅ,τι κρίνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὄχι μόνον τά ὄντα, αὐτά πού βλέπουμε μέ τίς αἰσθήσεις, ἀλλά καί ἐκεῖνα πολλές φορές πού ὡς γεγονότα διατρέχονται μέσα στήν ζωή μας.

     β) Ἡ θεωρία τῶν λόγων τῆς κτίσεως[160].

Ἡ θεωρία τῶν λόγων τῆς κτίσεως εἶναι διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμο-λογητοῦ. Ὅταν λειτουργοῦν οἱ αἰσθήσεις, ὅπως σᾶς εἶπα, βλέπει τά πράγματα ἀπ᾿ ἔξω· ὅταν ὅμως ἐνεργεῖ ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὑπάρχουν πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί οἱ Πατέρες θεωροῦν ὅτι ὑπάρχει καί ἕκτη αἴσθηση, ἡ λεγομένη νοερά αἴσθηση. Αὐτή ἡ νοερά αἴσθηση δέν εἶναι ἁπλή αἴσθηση, ἀλλά διεισδύει μέσα στό βάθος καί βλέπει τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους δημιουργήθηκαν τά ἴδια τά ὄντα καί δέν στέκεται ἁπλῶς στήν ἱστορική ἤ καί στήν ἐπιστημονική διερεύνηση, ἀλλά προχωρεῖ στήν πραγματική δράση τους, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός.

γ) Ὅταν κανείς ἐργάζεται τήν λεγομένη φυσική θεωρία, πού εἶναι ἡ συγκέ-ντρωση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού προέρχεται ἀπό μία καθαρότητα καί διεισδύει μέσα στά ὄντα.

Αὐτή ἡ φυσική θεωρία εἶναι ἕνα στοιχεῖο προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ταυτοχρό-νως εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού ἀντιλαμβάνεται μέσα ἀπό ὅλα αὐτά καί τήν ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέπει δηλαδή μέσα στά ὄντα πῶς δουλεύει ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Καί ἀντλεῖ ἀπό ἐκεῖ, δηλαδή μέσα ἀπό τήν δημιουργία, τήν Χάρ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνας τρό-πος θεογνωσίας ἡ φυσική θεωρία,

     Ποιό εἶναι τό ἔργο αὐτῆς τῆς φυσικῆς θεωρίας;

Πρῶτο ἔργο εἶναι ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ πού γίνεται μέ τήν θεϊκή φωτιά. Αὐτό ἐπι-τυγχάνεται κυρίως μέ τή μετάνοια καί κυρίως μέ τήν προσευχή. Ἰδιαίτερα μέ τήν νοε-ρά προσευχή. Εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει ἰδιότητες σωστικές καί καθαρτικές. Ὁ νοῦς κολλάει ἐπάνω στά λόγια καί ἐν συνεχείᾳ κολλάει στήν Χάρη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καί ταυτοχρόνως εἰσέρχεται μαζί μέ τόν Θεό μέσα στό βάθος τῆς ψυχῆς του καί ἀντιλαμβάνεται καί βλέπει μόνο ἐκεῖνα πού προσφέρει ὁ Θεός.

Μπορεῖ τά μάτια του νά βλέπουν ἐξωτερικά τά πράγματα, ὁ νοῦς ὅμως βιώνει αὐ-τήν τήν ἐμπειρία πού τοῦ προσφέρει ὁ Θεός. Εἶναι οἱ πρῶτες στιγμές πού κάνει ὁ ἄν-θρωπος μετά τίς πρῶτες ἀσκήσεις αὐτῆς τῆς θείας παρουσίας μέσα ἀπό τόν νοῦ του. Γι’ αὐτό ἡ προσευχή γίνεται ἡ αἰτία νά μπαίνει ἡ θεία φωτιά μέσα στόν νοῦ του, γιά νά καθαρίζει ὅλες τίς ἄλλες ἀναμείξεις πού πολλές φορές ἔρχονται μέσα στό νοῦ μας. Στό νοῦ πρέπει νά ὑπάρχει μία ἐργασία, ἡ μελέτη τοῦ θείου ὀνόματος· ἔτσι μπορεῖ νά ξεχωρίζουν καί νά φεύγουν ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα λερώνουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ συνδυασμός μέ τή θεία λατρεία καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, βοη-θάει στήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος, στήν αὐτοσυγκέντρωση, ὅπως καί ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατερικῶν κειμένων

Δεύτερο ἔργο εἶναι ἡ νοερή ἀποκάλυψη τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδιᾶς μας.Μέσα στήν καρδιά μπαίνει ὁ νοῦς καί παρατηρεῖ τά ἄγρια θηρία τά πάθη, πού ὑπάρχουν καί ἐμ-φωλεύουν ἔστω κι ἄν ἔφθασε σέ κάποια καθαρότητα μέσα στήν καρδιά[161].

     δ) Ἡ γέννηση τοῦ λόγου μέ ὑψηλά νοήματα τῆς γνώσεως.

Συνήθως ὁ λόγος λέγουν – οἱ Πατέρες – εἶναι τό ἐκδήλωμα τοῦ νοός. Ἐκδηλώνεται ὁ νοῦς διά τοῦ λόγου στόν ἔξω κόσμο. Εἴτε εἶναι ἡ σύλληψη τοῦ λόγου στό ἐγγύς μέλ-λον καί διέρχεται διά τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου, τοῦ προφορικοῦ καί γραπτοῦ λόγου. Διέρχονται πλέον ἀγαθά νοήματα ἀπό τόν νοῦ καί ἀγαθοί λογισμοί ἀπό τόν λόγο. Εἶ-ναι ἕνα εἶδος θείου φωτισμοῦ, πού δέν ἀφήνει πλέον κακούς λογισμούς νά ὑπάρχουν καί νά βρίσκονται μέσα στήν λογική του.

Καρπός τῆς φωτιστικής ζωῆς εἶναι ὁ λόγος τῆς σοφίας, πού διασαφηνίζει τούς λό-γους τῶν ὄντων, ἀμέσως ἀρχίζει ὁ νοῦς νά δημιουργεῖ ἕνα εἶδος σοφίας καί μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τά πράγματα ὅπως τά δημιούργησε ὁ Θεός, μέ ἄλλο τρόπο, ὄχι ὅπως τά ἑρμηνεύουν οἱ ἄνθρωποι.

Μέ τήν ἐπίγνωση τῶν λόγων τῶν ὄντων ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτό πού λέγει ἡ Γραφή: «πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε» πού σημαίνει πάντα τά πνεύματα νά τά ἀντιλαμβάνεσθε, νά τά δοκιμάζετε,νά μήν τά κατέ-χετε· νά κατέχετε τό καλό πνεῦμα. Εἶναι ἕνα θέμα θείας διακρίσεως, νά ἀπορρί-πτου-με εἴτε εἶναι ἀνθρώπινα πνεύματα εἴτε εἶναι δαιμονικά ἤ ὁτιδήποτε καί νά κρατᾶ-με τό καλόν πού εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γνωρίζει κανείς καί τά μυστήρια τῆς βασι-λείας τῶν οὐρανῶν. Ἔχουμε τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν ὁποίων ἁρπάζεται κά-ποτε ὁ νοῦς τους καί φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί εἰσέρχεται μέσα στόν πνευ-ματικό κόσμο. Εἶναι μία κατάσταση πού φθάνει ὁ νοῦς στήν τάξη, θά λέγαμε, τοῦ τέ-λειου φωτισμοῦ.

Τό τρίτο στάδιο τῆς τελειώσεως

Στό τρίτο στάδιο πού εἶναι μία ἐμπειρία, βρίσκονται ἐκεῖνοι πού πέρασαν ὅλα τά προηγούμενα καί ἔφθασαν στήν ὡριμότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι αὐτό πού λέγει: «ἔγι-ναν ἄνδρες τέλειοι στό πλήρωμα καί τήν ὡριμότητα τοῦ Χριστοῦ». Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:

     α) Διασχίζουν τόν ἀέρα καί φθάνουν στίς τάξεις τῶν Ἀγγέλων[162].

Ἕνας ταπεινός ἱερέας ἔβλεπε τούς Ἀγγέλους πού συλλειτουργοῦσαν μαζί του. Μιά φορά ἔκανε ἕνα λάθος, τό ὁποῖο ὁ διάκονος τό ἐπισήμανε λέγοντάς του: «πάτερ, δέν τό ἔκανες καλά». Ὁ ἱερέας δέν εἶπε τίποτε. Ὅταν ἐμφανίστηκαν οἱ Ἄγγελοι σέ μιά ἄλ-λη λειτουργία, ρωτᾶ ἕναν ἐάν αὐτό τό ἔκανε καλά. Ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε :Ὄχι δέν τό ἔκανες καλά. Καί ἀπαντᾶ ὁ ἱερέας γιατί δέν μοῦ τό εἴπατε; Ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει: «τό ἔργο τό δικό μας δέν εἶναι νά διορθώνουμε τούς ἀνθρώπους, ὁ ἄνθρωπος διορθώνεται ἀπό ἄνθρωπο». Ὁ ταπεινός ἱερέας εἶπε στόν διάκονο: «Σ’ εὐχαριστῶ πού μέ διόρθω-σες».

     β). Πλησιάζουν τό πρῶτο φῶς στά βάθη τοῦ Θεοῦ[163].

Ὁ πνευματικός κόσμος εἶναι ὁ κόσμος μέσα στόν ὁποῖο διαπερνᾶ ἡ ἀκτίνα τῆς θεί-ας Χάριτος καί ἔρχεται μέχρι ἐμᾶς. Ὅταν κανείς φθάσει σέ τελειότητα ζωῆς μπαίνει στά πρῶτα, θά λέγαμε, σημεῖα τῆς φωτοχυσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι αὐτός ὁ τρίτος οὐρανός, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐκεῖ πλέον νιώθει ὅτι δέν ζεῖ αὐτός, ἀλλά ζεῖ ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Νιώθει ὅτι ἡ ὕπαρξή του εἶναι φλεγομένη καί μή κατά-φλεγομένη καί ὅτι ὄχι μόνο δέν σέ βάζει στόν οὐρανό, σάν ἕνα προηγούμενο στάδιο, ἀλλά πλέον ἄντλησε καί εἵλκησε τόν ὅλον Θεό μέσα στήν ὕπαρξή του, ὅπως τό σίδερο στήν φωτιά γίνεται ἕνα μέ τήν φωτιά. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζουν τά ἐκδηλώματα αὐ-τῆς τῆς ἑνώσεως.

Ὁ Κύριος εἶπε στήν Μάρθα: «ἑνός ἐστι χρεία». (Λουκ. ι, 38 – 42).

Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη γιά τόν ἄνθρωπο; Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει: εἶναι ἡ ἡσυχία.

Αὐτή ὁδηγεῖ στόν ἀπόλυτο σκοπό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, στήν βίωση τῆς θείας Χάριτος καί στήν θέωση. Ἐπικεντρώνεται στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι Χριστοκεντρική δηλαδή στήν ἀπόλυτη προσήλωση στό Πρόσωπό Του. Εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν Εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν διδασκαλιῶν, ἀφοῦ γεννᾶ τήν ἀγάπη, τήν μετάνοια καί τήν προσευχή[164].

Γεμίζει ὁ νοῦς του ἀπό τήν πρόνοια, τήν δικαιοσύνη καί τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἐκ-χέεται πλέον μέσα ἀπό τήν συμπεριφορά του ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πρόνοια, θά λέγαμε, ὄχι γιά τήν στιγμή ἐκείνη ἀλλά εἶναι μέσα στον χρόνο ἀπό πολύ νωρίς καί μέ ἕνα θεϊκό τρόπο καί πολλές φορές προσφέρεται μέ προφητεία καί πρόγνωση. Ὅπως καί ἡ δικαιοσύνη δέν εἶναι μιά κατάσταση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού ἀποδίδει τά ἴσα, ἀλλά μία δικαιοσύνη πού ἔρχεται καί ἀποδίδει στό βάθος τοῦ κά-θε ἑνός καί σύμφωνα μέ τίς πραγματικές ἀνάγκες πού ἔχει ὁ καθένας.

     γ) Ἑρμηνεύει τούς λόγους[165] τοῦ Εὐαγγελίου.

Τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν τήν ἔχουμε σέ ὅλους τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι πνευματέμφοροι Πατέρες καί ἑρμηνεύουν σύμφωνα μέ τό πῶς τούς διδά-σκει τό Ἅγιο Πνεῦμα». Θυμᾶστε τόν ἱερό Χρυσόστομο πού ζήτησε ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά τόν πληροφορήσει ἐάν ἡ ἑρμηνεία πού ἔκανε στίς ἐπιστολές εἶναι σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος τοῦ εἶπε: «τό Ἴδιο Πνεῦμα πού ἐνέπνευσε ἐμέ-να γιά νά τίς γράψω, τό Ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνέπνευσε ἐσένα νά τίς ἑρμηνεύσεις».

     δ) Βλέπουν τά ἀπόρρητα ἀγαθά πού δέν πιάνουν οἱ αἰσθήσεις.

Ἐκτός ἀπό τά ἀγαθά τά αἰσθητά ὑπάρχουν καί τά ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦ πού τά τρα-βάει ἡ ψυχή καί χορταίνει. Καί βλέπετε, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι βιώνουν αὐτά τά ἀπόρρητα ἀγαθά, δέν κοιμοῦνται, δέν τρῶνε, δέν ξεκουράζονται τούς ἀρκεῖ μία ὥρα ὕπνου γιά νά μήν πάθει τό σαρκίον τους. Τούς ἀρκεῖ μία φορά τήν ἑβδομάδα νά τρῶνε.

     ε) Γίνεται μετά διάκονος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ[166] ὡς τέλειος καί ἀπλανής διδάσκαλος.

     στ) Ζεῖ τέλεια ὁ ἄνθρωπος αὐτός μαζί μέ τόν τέλειο Θεό καί ἀπολαμβάνει τήν μακαρία ἀνάπαυση ἑνωμένος μέ τίς οὐράνιες Δυνάμεις καί τό βίωμά του εἶναι ἡ σοφία[167] καί ἡ γνώση[168].

Εἶναι μία ἐμπειρική κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτός εἶναι ὁ στόχος τῶν Χρι-στιανῶν νά ζοῦν κατά Χριστό. Κι ἄν βρεθεῖ κανείς νά μή στοχεύει σ’ αὐτό τό τέλος, δέν θά ἔχει αὐτή τήν προκοπή, τήν τελείωση καί τή μεταμόρφωση.

Εὐχηθεῖτε καί ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἔχει τά χαρακτηρι-στικά τῆς ἀπάθειας, τῆς τελειότητος, τῆς ἑνώσεως, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης καί ὅλων τῶν ἀρετῶν ἐκείνων πού στολίζουν τόν ἄνθρωπο σάν ἕνα λαμπρό δημιούργημα καί τοῦ δημιουργοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἰδίου ἀνθρώπου καί γίνεται ἀλη-θινός μέτοχος τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ἀληθινός κράχτης καί μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ Χρι-στοῦ.

 

Ἡ είκόνα τοῦ ἐξωφύλλου.  Τῆς καρδιακῆς ἡσυχίας πρότυπο καί παράδειγμα.

«Τῆς καρδιακῆς ἡσυχίας ἀγαπητέ, πρότυπο καί παράδειγμα, ἄν θέλεις νά ἀγωνίζεσαι, νά ἔχεις τό μικρό ζωΰφιο, τήν ἀράχνη. Διαφορετικά δέν θεωρεῖσαι ὅτι ἡσύχασες στόν νοῦ, ὅπως πρέπει. Ἡ ἀράχνη κυνηγᾶ τίς μικρές μύγες. Κι ἐσύ, ἄν ἡσυχάζεις κοπιάζοντας μέσα στήν ψυχή σου, δέν θά πάψεις νά σκοτώνεις πάντοτε τά μικρά νήπια τῆς Βαβυλώνας. (τούς λογισμούς). Μέ τόν φόνο αὐτόν μακαρίζεσαι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα διά τοῦ Δαβίδ (Ψαλμ. 136, 9)» (Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος Πρός τόν Θεόδουλο, Λόγος περί νήψεως καί ἀρετῆς, κεφ. 27).

[1] Ὁ Χριστός μέ τά εἴδη τῶν Παθῶν Του θεράπευσε τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου

Πολλά εἶναι τά Πάθη πού ὑπέστη ὁ Χριστός γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι ἡ ἀνάκριση ἀπό τούς ἀρχιερεῖς καί τόν Πιλᾶτο, ἡ φραγγέλωση, ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ἡ πορφυρά χλαμίδα, ἡ μετα-φορά τοῦ Σταυροῦ στόν Γολγοθᾶ, ἡ σταύρωση στόν Κρανίου τόπο κλπ. Σέ ὅλα αὐτά φαίνεται ἡ μεγάλη μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, πού δέχθηκε τά πάντα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δημιουργός καταδικάζεται καί ἀτιμάζεται ἀπό τό δημιούργημά Του, ὁ Κτίστης ἀπό τό κτίσμα Του, ὁ Πατέρας ἀπό τό παιδί Του.

Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔπαθε ὁ Χριστός καί τά πολλά εἴδη τῶν παθῶν ἔχουν μεγάλη σημασία, γιατί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Χριστός θεράπευσε τίς διάφορες ἀσθένειες τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδήγησε στήν πνευματική ὑγεία. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ὡς φιλόκαλος, συγκέντρωσε πολλά χωρία Πα-τέρων γιά τά διάφορα εἴδη τῶν παθῶν, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ἔπαθε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Χριστός.

Ὁ Χριστός δέχθηκε ἀκάνθινο στέφανο στήν κεφαλή Του, καί ἔτσι φανέρωσε ὅτι ἔρριψε τόν στέφανο πού εἶχε ὁ διάβολος στήν κεφαλή του, ἀπό τήν νίκη πού πέτυχε ἀπέναντί μας (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλα-μᾶς). Ἐπίσης ὁ ἀκάνθινος στέφανος δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός ἐξάλειψε τήν κατάρα πού εἶχε ἡ γῆ μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, μέ τό νά βλαστάνει ἀγκάθια, ἤ ὅτι ἐξάλειψε τίς μέριμνες καί τίς ὀδύνες τῆς παρούσης ζωῆς, πού ὁμοιάζουν μέ τά ἀγκάθια, ἤ ἀκόμη φανερώνει ὅτι ἔγινε κοσμοκράτωρ καί νικη-τής τῆς σαρκός καί τῆς ἁμαρτίας (Μέγας Ἀθανάσιος), ἀφοῦ στεφάνι φοροῦν οἱ βασιλεῖς.

Ἔβγαλε τά ἱμάτιά Του καί φόρεσε τήν πορφύρα, γιά νά βγάλει τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶχε φο-ρέσει ὁ Ἀδάμ μετά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι σημεῖο τῆς νεκρώσεως (Μέγας Ἀθανάσιος). Φόρεσε δέ πάλι τά ἱμάτια γιά νά ἐνδύσει τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἀφθαρσία πού εἶχε πρό τῆς παρακοῆς (Μέγας Ἀθανάσιος).

Ἔλαβε στά χέρια Του κάλαμο γιά νά θανατώσει τόν ἀρχαῖο ὄφι καί δράκοντα, ἀφοῦ ἄλλωστε μέ τό καλάμι σκοτώνει κανείς τά φίδια (Μέγας Ἀθανάσιος). Ἀκόμη, ἔλαβε τόν κάλαμο γιά νά σταματή-σει τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου ἐπάνω στούς ἀνθρώπους (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Ἐπί πλέον ἔλαβε κάλαμο στά χέρια Του γιά νά σβήσει τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας (Μέγας Ἀθανάσιος), γιά νά γράψει μέ τό κόκκινο αἷμα Του βασιλικῶς τό γράμμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας (ἅγ. Θεό-δωρος Στουδίτης).

Σταυρώθηκε στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά τό ξύλο τῆς γνώσεως. Ξέρουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι διά ξύλου ἔπεσε ὁ Ἀδάμ καί ἔχασε τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ἔπρεπε μέ ἕνα ἄλλο ξύλο, τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, νά ἐπανέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀπό τόν ὁποῖον ἔπεσε στήν ἁμαρτία μέ τήν βρώση τοῦ καρποῦ ἑνός ἄλλου ξύλου. Καρφώθηκε πάνω στόν Σταυρό, γιά νά καρ-φώσει τήν ἁμαρτία. Ἅπλωσε τά χέρια Του στόν Σταυρό, γιά νά ἰατρεύσει τό ἅπλωμα τῶν χεριῶν τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, ὅταν ἔλαβαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, καθώς ἐπίσης καί γιά νά ἑνώσει τά διεστῶτα, ἤτοι τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, τά οὐράνια καί ἐπίγεια.

Ἔλαβε ἐπάνω στόν Σταυρό τήν γεύση τῆς χολῆς καί τοῦ ὄξους γιά τήν γλυκειά γεύση πού αἰσθάν-θηκε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα τρώγοντας τόν ἀπαγορευμένο καρπό (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Ἔτσι, μέ τήν γεύση τοῦ ὄξους θεράπευσε τήν γεύση τῆς ἀπαγορευμένης ἡδονῆς. Ἔλαβε τόν θάνατο, γιά νά θα-νατώσει τόν θάνατο.

Τό αἷμα καί τό ὕδωρ πού ἔρρευσαν ἀπό τήν πλευρά Του φανέρωναν τά βασικά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό Βάπτισμα (ὕδωρ) καί τήν θεία Εὐχαριστία (αἷμα), καθώς ἐπίσης καί τό βά-πτισμα τοῦ μαρτυρίου. Σκοτίσθηκε ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη, γιά νά δείξουν τό πένθος τους γιά τόν σταυρωθέντα. Ἀνέβηκε ὁ Χριστός στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ γιά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Οἱ πέτρες σχί-σθηκαν, ἐπειδή ἔπασχε ἡ πέτρα τῆς ζωῆς. Ἀνέστησε ὁ Χριστός τούς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι στήν συνέχεια εἰσῆλθαν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά δείξει ὅτι, ἀφοῦ καί ἐμεῖς ἀναστηθοῦμε, θά εἰσέλθουμε στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Μετά τόν θάνατο στόν Σταυρό τάφηκε, γιά νά μή στρεφόμαστε ἐμεῖς στήν γῆ, ὅπως κάναμε προηγουμένως. Τέλος ἀναστήθηκε γιά τήν δική μας ἀνάσταση.

Ὁ ἅγιος Πρόκλος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομάζει τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ καθάρ-σιο, τόν θάνατό Του ἀφορμή ἀθανασίας, ἀφοῦ ἀνέτειλε τήν ζωή·τήν κάθοδο στόν Ἅδη γέφυρα τῶν ἀπ’ αἰώνων νεκρωθέντων πρός τήν ἀναβίωση· τήν μεσημβρία, κατά τήν ὁποία καταδικάσθηκε σέ θάνατο ὁ Χριστός, ἀνάκληση τῆς δειλινῆς καταδίκης τοῦ ἀνθρώπου στόν Παράδεισο·τόν Σταυρό, ἰατρό τοῦ δένδρου τοῦ Παραδείσου· τά καρφιά ὅτι προσήλωσαν καί ἐκάρφωσαν μέ τήν θεογνωσία τόν κόσμο πού κατέσπειρε τόν θάνατο·τίς ἄκανθες, βότρεις τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἀμπελῶνος· τήν χολή πρόξενο τοῦ μέλιτος τῆς πίστεως καί παρήγορο τῆς πονηρίας τῶν Ἰουδαίων· τόν σπόγγο ὅτι σπόγγισε τήν κοσμική ἁμαρτία·τόν κάλαμο ὅτι πολιτογράφησε τούς πιστούς στόν οὐρανό καί συνέτριψε τήν τυραννία τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως· τόν Σταυρό ὡς σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἀπό τούς ἀπίστους καί δοξα-ζόμενο ἀπό τούς πιστούς.

Μέ τό Πάθος Του ὁ Χριστός ἀποδείχθηκε πραγματικός ἰατρός τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ θεράπευσε ὅλα τά δεινά πού ἐπισώρευσε στό ἀνθρώπινο γένος ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Ἀποδείχθηκε ὁ νέος γενάρχης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἀπό τό βιβλίο «Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές – Εἰσοδικό στό Δωδεκάορτο καί τήν Ὀρθόδοξη Χριστολογία» – Μητροπολίτου Ναυ- πάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Γ’ Ἔκδοση, 2008.

[2] Larchet, J ean, ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Α τόμος,σελ. 464, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2008.

[3] Ἡσυχία σημαίνει καταρχάς τήν μόνωση καί τήν σιωπή, πού γεννᾶ ἡ νήψη, ἀλλά καί τήν πνευματική ἐγκράτεια, μέ τήν ἔννοια τῆς ἐπαγρύπνησης ὡς πρός τούς λογισμούς καί τήν ἀνάσχεση τῆς δραστη- ριότητας τῆς φαντασίας καί τῶν λογισμῶν.

Ὀνομάζεται ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἐπίσης νήψη, νοερά ἡσυχία, προσοχή, ἐγρήγορση καί μνήμη Θεοῦ. Ὅλα αὐτά σημαίνουν ἕνα πρᾶγμα, ὁ Σολομῶν τήν ὀνόμασε « θεία αἴσθηση» (Παροιμ. 1, 7). Ἡ ἡσυχία συνδέεται μέ τήν ἄσκηση τῆς εὐχῆς, ὁδηγεῖ δέ στόν ἀπόλυτο σκοπό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τήν βίωση τῆς Χάριτος καί τήν θέωση. Εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν διδασκαλιῶν καί τῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου. Πρίν ἀπ’ ὅλα ἐπικεντρώνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Χριστοκεντρική.

Εἶναι ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό καί ἡ ἀπόλυτη προσήλωση στό πρόσωπό Του. Ὁλόκληρη ἡ πατερική ἀσκητική καί νηπτική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας διδάσκει περί τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ,ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν νοερά ἡσυχία, τήν ἐσωτερική, μέ ἄλλα λόγια, ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό εἶναι ἡ πηγή τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ συνεχής κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἡ νοερή αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. Οἱ Πατέρες ὑπογραμμίζουν ὅτι τό πιό σημαντικό εἶναι νά στέκεσαι μπροστά στόν Θεό μέ τόν νοῦ βυθισμένο στήν καρδιά καί νά συνεχίζεις νά στέκεσαι μπροστά Του, χωρίς διακοπή μέρα καί νύχτα, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος ὁρίζει τήν ἡσυχία ὡς προσοχή καί ἀδιάλειπτη μνήμη του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὅτι ἡ καρδιακή ἡσυχία εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό κάθε λογισμό, εἶναι καθαρή, ὁλοφώτεινη. Παρόμοια καί ἡ νήψη, τήν ὁποία ὁ ἅγιος ὀνομάζει «καρδιακή ἡσυχία», εἶναι ἡ ὁδός κάθε ἀρετῆς καί θείας ἐντολῆς, πού, ὅταν τήν ἐνστερνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος, γίνεται αἴτιος σωτηρίας. Αὐτή ἡ ἡσυχία ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης).

(Ἡ ἡσυχία κατά τούς Πατέρες, Μοναχῆς Θεοσέβης, διπλωματική ἐργασία Ἀριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης.σ. 5 – 8).

Κατ’ ἀκολουθία, μέσα στήν ἡσυχία ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τήν ἀμαύρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί προκαλεῖται τό ὠφέλιμο πένθος, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀποκτήσει τά ἔργα τῆς μετανοίας. Παραδίνεται ἐξ ὁλοκλήρου στό θέλημά τοῦ Θεοῦ καί σκέφτεται τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἔχοντας συνεχῶς μνήμη Θεοῦ. Διαμένει στό μεθόριο μεταξύ τοῦ κόσμου καί τῶν ὑπερκοσμίων. Λησμονεῖ τά πάντα καί ἔχει συνεχῶς μνήμη Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐντείνεται μέ τήν προσευχή, καθώς καί τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία καί τίς μετάνοιες. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἄνθρωπος κατορθώνει νά καθαρίσει τήν καρδιά του καί τόν νοῦ του καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ὅμως, εἶναι ἀδύνατον νά καθαρίσει ὁ νοῦς ἀπό τά ἐμπαθῆ νοήματα, χωρίς τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν καί τήν συμμε-τοχή στήν ἱερά ἐξομολόγηση καί τήν θεία Κοινωνία, καθώς καί τήν συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. (Σπῦρος Λαπιώτης, Σχολή Ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, ἡ ἀξία τῆς ἡσυχαστικῆς Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Καλαμάτα 2022, σελ. 38).

[4] Ἅγιος Ισαάκ ὁ Σῦρος, Κριτική ἔκδοση Μ. Πιράρ , ἔκδ. Ἱ. Μ. Ἰβήρων λόγος Μ.σελ. 259.

[5] Θεραπεία ψυχῆς, Πρακτικά γ΄. ἡμερίδος 16/2/2014. Ἔκδ. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς, Ἀθῆναι 2015, σελ. 127.

[6] π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Πατερική Θεολογία, ἐκδοση. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 46.

[7] (Λουκᾶ, 4, 23). «Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἠθικός 6, σελ.148. Σταμάτης Πορτελάνος, Ἡ πνευματική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, στάδια Πνευματικῶν Μεθηλικιώσεων, κατά τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέον Θεολόγο, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 1998, σελ. 448.

[8] Jean Claude Larchet, «Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων».  σελ.. 466, Ἀπ/λική Διακονία, Ἀθήνα 2008.

[9] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίοι καί λόγοι, Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς Χανιά 2003, σελ. 197 καί ἑξῆς…

[10] Ἐπιστολὴ ρα΄, Πρὸς Κληδόνιον , PG 37, 181C).».

[11] Συγγώμη γιά τήν παρρησία μου πρός τόν ἅγιο.

[12] Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶ, ΕΠΕ,τόμ. 11, σελ. 330.

[13] Ἡ καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου πλάσθηκε μέ ἰδιαίτερο καί μοναδικό τρόπο. Εἶναι ἀνεπανά-ληπτη καί ἀποτελεῖ το κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος.

Ἡ βαθειά καρδιά εἶναι ὁ «τόπος τῆς πνευματικῆς προσευχῆς», ἀλλά καί τό πεδίο τῶν πνευμα-τικῶν ἀγώνων. Εἶναι ὁ πολυτελής «κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κα-τέχει τήν ἱκανότητα νά προσλάβει τήν αἰωνιότητα καί νά γνωρίζει τό ἀρχέτυπον αὐτῆς δηλα-δή τόν Ζῶντα Θεό.

Ἀκάρδιος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού δέν αἰσθάνεται τήν πνευματική καρδιά.

Ἡ καρδιά χωρίς τήν ἐπισκοπή τοῦ ἡγεμονεύοντος νοῦ στίς εἰσόδους μένει πωρωμένη καί ἐκφέρει διαλογισμούς πονηρούς, πού ἀποπνίγουν τήν ἄφθαρτη σπορά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γίνεται καταγώγιο φαυλότητος.

Τά πρῶτα βήματα τῆς θεραπευτικῆς διαδικασίας πού προτάσσει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εἰσα-γωγή τοῦ νοῦ ἀπό τήν διάχυσή του στό περιβάλλον μέ τίς αἰσθήσεις καί ἡ εἴσοδός του στήν καρδιά μέ τήν μετάνοια, πού τό πνεῦμα της ἀναμοχλεύει τά βάθη της καί μᾶς φανερώνει τά κρυπτά τῆς καρδιᾶς μας καί ἔχει ὡς κεντρικό σημεῖο τήν διαφύλαξη τῆς συνθήκης πού κά-ναμε μέ τόν Θεό κατά τό Βάπτισμά μας.

Ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τήν καρδιά διά τῆς ἡσυχίας: Ὁ Θεός γίνεται τό κέντρο ὅλων τῶν πραγ-μάτων καί ὁ ἄνθρωπος ταπεινά στρέφεται πρός Αὐτόν.

Τά χαρίσματα πού δίνει ὁ Κύριος εἶναι ἀνάλογα μέ τά παθήματα καί τήν «κένωση» τοῦ Χρι-στοῦ καί τῆς δωρεᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Τουκαί μέ τήν συνεχῆ ἄσκηση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἕνας ἀκόμη τρόπος τῆς ἀνεύρεσης τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς εἶναι ἡ συνεχής ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε μυεῖται στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του καί ἡ καρδιά ζωντανεύει καί γίνεται ναός τῆς Θεότητος, ἀκούει καί συμ-μορφώνεται μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τέλος ἡ θεία Κοινωνία.

Νά καταβάλλουμε ἀγώνα νά φύγουμε ἀπό τήν ματαιότητα καί δουλεία τοῦ κόσμου, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται» (Γαλ. 6,17)

Κατά τήν δεύτερη προσπάθεια εἶναι ἡ συγκέντρωση στό νά παραδοθοῦμε πλήρως στό θέ-λημα τοῦ Θεοῦ, νά ἐκριζώσουμε τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν καρδιά καί νά ἀποδεσμευ-θοῦμε ἀπό τήν δουλεία τοῦ ἑαυτοῦ μας, «κἀγώ τῷ κόσμῳ». Χωρίς τήν νήψη, δηλαδή τήν καρδιακή ἡσυχία ἡ θεία Χάρις δέν διατηρεῖται στήν καρδιά.

Λέγει ἕνας σύγχρονος ἀγωνιστής γέροντας: «Πρέπει νά μάθετε πῶς ἀνεβαίνει κάποιος ἀπό τόν ὑπόνομο τῆς ἁμαρτίας στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, τήν θεία Χάρι. Αὐτή ἡ ἀνάβαση λέγεται μετάνοια. Καί μετά πλενόμαστε στό παντοδύναμο λουτρό τῆς ἐξομολογήσεως. Μετανοοῦντες καί ἐξομολογημένοι ἀπό κοσμοπολῖτες σέ συνδυασμό μέ τήν ἄσκηση καί μυστηριακή ζωή ἡ θεία Χάρι μᾶς ἀναδεικνύει οὐρανοπολῖτες», (Ζαχ. Ζάχαρου, Ἱ. Μ.. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ, ἡ ἀνέρευση τῆς βαθείας καρδίας. 2017.)

[14] π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ, \Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ.http://www.romanity.org/htm/rom.e.02.i_thriskeia_einai_neurobiologiki_astheneia.01.htm

[15] Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ἡσυχία καί Θεολογία, ἔκδοση, Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λε-βαδειά 200, σελ. 177.

[16] π. Ἰωάννου Ρωμανίδη προπατορικό ἁμάρτημα, Διδ/κή Διατριβή, Ἀθῆναι 1957, σελ 97.

[17] π. Ἰωάννου Ρωμανίδη προπατορικό ἁμάρτημα, Διδ/κή Διατριβή, Ἀθῆναι 1957, σελ 114.

[18] Ἁγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Κεφάλαια 150, 26, ΕΠΕ, 8, 102, 17 – 21.

[19] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ΕΠΕ, 11, 426.

[20] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ΕΠΕ, 2, 202, 20,30.

[21] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ΕΠΕ, τόμ. 1ος  (σελ. 205 καί ἑξῆς…).

[22] Μ. Βασιλείου ΕΠΕ, τόμ. 7ος, σελ. 109.

[23] Στ. Νίκα, Θεολογία καί νηπτική παράδοση στόν ἅγιο Θεόληπτο Φιλαδελφίας, Διπλ. ἐργασία, Α.Π.Θ. Θεσ/κη 2001, σελ. 155.

[24] Ἀρχιμ. Ἀντύπα, καθηγουμένου Ἱ. Μ. Πάτμου, «τό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς Ὀρθό-δοξης ψυχοθεραπείας», σελ. 1.

[25] Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἐρωταποκρίσεις, Ε.Π.Ε. τόμ. 14Α, σελ. 345 – 347.

Τά χαρίσματα τῆς εἰκόνος, κατά τόν ἅγιο Μακάριο, εἶναι ἡ ἀθανασία, ἡ ἀφθαρσία, ἡ καθαρότητα, ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, τό αὐτεξούσιο. (π. Λάμπρος Ἀνδρεαδάκης, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλία τῶν Μα-καριανικῶν ἔργων, διδ/κή διατριβή, Ἀθήνα 2006, σελ. 138).

[26] Γιά νά χαρακτηρίσει τό αὐτεξούσιο ὁ ἅγιος Μακάριος χρησιμοποιεῖ καί ἄλλους ὅρους, ὅπως «προαίρεσις», «θέλημα», καί «αὐτεξούσιος προαίρεσις». Ὁ τονισμός τοῦ αὐτεξουσίου ὑπό τοῦ ἁγίου Μακαρίου εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἀνθρωπολογίας του. (Όμιλία. 19,4- 38. 5.)

[27] Ἱερ.. Βλάχου, μητροπ. Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου, Τό πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἔκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λιβαδειά 2005, σελ. 80.

[28] Ἀθηνᾶ Μπαστάκη, ὁ ἄνθρωπος ὡς συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ στή σωματική καί ψυχική ὑγεία, διπλωματική ἐργασία Α.Π. Θ. Θεσ/κη 2014, σελ. 28 – 29.

[29] Π. Νέλλα, Ζῶον θεούμενον, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2004, σελ. 62 και 58.

[30] π. Νεκταρίου Βεσελίν, Ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στά ἔργα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Διδ/ κή διατριβή Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη 2016, σελ. χχχv,6, 15, 55,57,60,91 –  92.

[31] Ἠλία Λιαμῆ, Ἡ πνευματική ζωή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Σιναΐτη καί Θεόληπτο Φιλαδελφίας, Πεμπτουσία, σελ. 7.

[32] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κεφ. 26 ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσ/κη. 1976, σελ. 153 http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm.

[33] Διακ. Κορνηλίου COMAN, Ἡ ὀντολογία τοῦ νοῦ κατά τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς, Διπλωματική Διατριβή, Α.Π.Θ. Θεσ/νίκη 2002, σελ.31).

[34] Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία π. Γεωργίου Καψάνη, στήν Ἱερά Μητροπόλη Δράμας τήν 9η Μαΐου 1982.

[35] Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα, 67, Ε.Π.Ε., 8, 158, 9 – 1.

[36]  Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Ε.Π.Ε. 1, σελ. 196 – 198.

[37] Πάθη εἶναι ἡ ἕξη, ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας πού βρίσκεται στήν καρδιά, ἡ ὁποία ἀποκτήθηκε ἀπό τίς πολλές ἐνέργειες καί πράξεις τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἡ παρά φύση κατάσταση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων. Τά πάθη διαιροῦνται σέ σωματικά, δηλαδή ἡ πολυφαγία, ἡ λαγνεία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία κ.τ.λ. Ψυχικά εἶναι ὁ φόβος, ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία, ἡ κακή ἐπιθυμία, ἡ ὑπερηφάνεια,κ.τ.λ. Τά δε νοερά εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ τύφλωση, ἡ φιληδονία, ἡ ἀφροσύνη, ἡ βλασφημία, κ.τ.λ.. (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ, ὅ.π.π. σελ. 152.)

[38] Ασκητικοί λόγοι Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἑρμ. Γ. Πινακούλας καί Δ. Κουτσούγερας, ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2019, σ.46-47.

[39] Διακ. Κορνηλίου COMAN, Ἡ ὁντολογία τοῦ νοῦ κατά τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς, Διπλωματική Διατριβή, Α,Π.Θ. Θεσ/νίκη 2002, σελ. 21, 22, 27,31).

[40] Ἰουστίνου Πόποβιτς ἀρχιμ. Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σελ. 106.

[41] Γεν. 1, 26.

[42] Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον, σελ. 35-36. Διδακτορική διατριβή ὑποβληθεῖσα στό Τμῆμα Θεολο-γίας μέ θέμα: «Περί πνευματικῶν μεθηλικιώσεων καί τῆς ὁκτάδας τῶν παθῶν στήν ἐργογραφία τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου» Διάκονος Σωκράτης Ανδρέου. Θεσσσαλονίκη 2017, σελ. 95.

[43] Πρωτ. Βασίλειος Α. Γεωργόπουλος Περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, διδ/κή διατριβή Θεσσαλονίκη 2006, σελ.179 καί ἑξῆς….

[44] Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσει μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή. Ἄν ἡ ἁμαρτία μας γίνει ἕξη, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή. Ἄν πράττουμε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας. Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕνα ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει. Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου, εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο. Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζεῖ μέσα σου, πεθαίνει. Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», τ.31, 2006, Περιοδική ἔκδοσις ὑπό τῶν πατέρων τῆς Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους

[45] Ἠλία Λιαμῆ, Ἡ πνευματική ζωή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Σιναΐτη καί Θεόληπτο ὅ.π.π. σελ. 11.

[46] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολ. Ε.Π.Ε. τόμ. 4, σελ. 16. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ λέγει ὁ ἴδιος ἅγιος ὅτι κάνει τόν ἄνθρωπο ἀνώτερο τοῦ θανάτου, (Ε.Π.Ε. 5, σελ. 336). Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Δαβίδ, δημιουργεῖ εὐφροσύνη στόν ἄνθρωπο. (Ψαλμ. οστ, 4). Περισσότερα γιά τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ: π. Λαζάρου Βορλίου, Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ στήν θεία Λατρεία, Μεπτ/κή ἐργασία ΑΠΘ, Θεσσ/νίκη 2020, σελ. 11. (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος 7ος, Κεφάλαια, Πρακτικά καί Θεολογικά, ἐκδ. Ρηγοπού-λου, Θεσσ/κη 1969, σελ. 57.

[47] Ἀνδρέας Χριστοφόρου, Ἱερά Μητρόπολις Μόρφου.

[48] Θεραπεία ψυχῆς Πρακτικά γ΄, ἡμερίδος, 16/2/2014, ἔκδ. Ἱ.Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς, Ἀθήνα 2015,σελ.52 καί ἑξῆς…

[49] Ἠλία Λιαμῆ, Ἡ πνευματική ζωή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Σιναΐτη καί Θεόληπτο ὅ.π.π. σελ. 10 καί 17.

[50] Τό ἄγχος, σέ τελευταία ἀνάλυση, δημιουργεῖται, ἐπειδή δέν γίνεται τό δικό μας θέλημα. Ἀλλιῶς, δέν ἄγχεται ὁ ἄνθρωπος· νά τό ξέρετε αὐτό. Τό ἄγχος προέρχεται ἀπό τό ὅτι τελικά δέν γίνεται αὐτό πού θέλω ἐγώ· δηλαδή δέν γίνεται αὐτό πού θέλει τό ἐγώ μου, δέν ἱκανοποιεῖται ἡ φιλαυτία μου. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ἀποκλείεται νά ἔχει ἄγχος. π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Ἄγχος. Πῶς δημιουργεῖται καί πώς θεραπεύεται”, Ἱ. Γυν. Ἡσυχαστήριον “Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου”, Πανόραμα Θεσ/νίκης 2015 (ἀπόσπασμα).

[51] Ἡ ἁμαρτία καί οἱ ψυχικές διαταραχές, εἰσήγηση τοῦ Ἀρχ. Μεθοδίου Κρητικοῦ, στήν ἡμερίδα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν περί ψυχικῶν διαταραχῶν.

Τά συμπτώματα τῶν παθῶν κατά τό Θεοτοκάριο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, εἶναι: – «Μέ ἐξάντλησαν ὑπερβολικά οἱ πολλές ταλαιπωρίες τῶν ἐπιθέσεων τῶν ἡδονῶν καί τῶν παθῶν». Ἦχος α΄. Τετάρτη Ἑσπέρας, δ΄ ὠδή.

– «Ἀπό τά μολυσμένα καί τά σιχαμερά πάθη ἡ συνείδησή μου μέ ἐλέγχει καί σάν σάπιο δέντρο εἶμαι γεμᾶτος ἁμαρτίες». Ὁσίου Νικολάου Κατασκεπηνοῦ, Σάββατο Ἑσπέρας, ὠδή α.

– «Δι’ ἐμέ κατ’ ἐμέ ἔγινε, βρέφος ὁ παντέλειος ἀνακαινίζων με, τά παλαιά πάθη μου». Τετάρτ. Ἑσπέρας, ἦχος β΄, ὠδή στ΄.

– «Μέ δόλο ὁ δόλιος διάβολος προσπαθεῖ νά κινεῖ τήν καρδιά μου σέ συγκατάθεση μέ σκοπό τήν αἰώνια καταστροφή μου». Ἤχος Βαρύς, Κυριακή Ἑσπέρας, Προσόμοιον.

– «Τήν σκοτεινή ψυχή μου, πού τυφλώθηκε ἀπό τά πάθη». Τετάρ. Ἑσπέρας, ἦχος πλ. δ΄. Κάθισμα.

– «Πανύμνητε μέ ἰδιαίτερα δυσάρεστο τρόπο τά πονηρότατα πάθη πολεμοῦν τήν ψυχήν μου». Ἦχος α΄, Πέμπτη Ἑσπέρας, Προσόμοιον

– «Ἀσχολούμενος μέ τά πάθη παρασύρομαι ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες μου». Πέμπτ. Ἑσπέρας, ἦχος πλ. δ΄,ὠδή ζ΄.

– «Μέ παράλογους τρόπους ὑπέκυψα στά ψυχοφθόρα πάθη μου». Κυριακή Ἑσπέρας, Ἤχος πλ. Α΄, ὠδή α΄.

– «Αἰχμαλωτίστηκα ἀπό τά πάθη μου καί ἀπομακρύνθηκα ἀπό τόν Θεό σάν τόν ἄσωτο, ὁ πανάθλιος». Ἦχος πλ. Β΄ Πέμπτ. Ἑσπέρας, ὠδή στ΄.

– «Μέ νέκρωσαν ψυχικά τά πάθη μου στά ὁποῖα ὑπέκυψα. Σάββάτο Ἑσπέρας, πλ. α΄, ὠδή στ΄.

– «Γλίστρησα καί αἰχμαλωτίστηκα ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας». Ἦχος Γ΄. Τρίτη Ἑσπέρας, ὠδή γ΄.

– «Χριστοῦ παθόντος ὑπέρ ἡμῶν χρεωστοῦμεν καί ἡμεῖς παθεῖν ὑπέρ ἐκείνου καί πάθη νεκρῶσαι, πιστοί, τά ψυχοφθόρα». Δευτέρα Ἑσπέρας, ἦχος πλ. Δ΄. ὠδή η΄.

– «Ἔπεσα στά ψυχικά καί σωματικά πάθη πού περιέχουν δυσχέρειες καί δυσκολίες».Ἦχος α΄.Πέμπτ. Ἑσπέρας, στ΄ ὠδή.

– Ἀπό τήν ραθυμία καί τήν ἀμέλειά μου δῶσ’ μου, Κόρη, κατάνυξη γιά νά κλάψω τά συμβάντα μοι πάθη». Ἦχος α΄. Πέμπτ. Ἑσπέρας, θ΄ ὠδή.

– «Θηρία εἶναι τά πάθη πού χρειάζονται πολύ κόπο πού τρέφω στήν ψυχή μου νά μεταμορφωθοῦν». Ἦχος πλ. Β΄.Δευτέρ. Ἑσπέρας,  ὠδή γ΄.

– «Ἰσχυρότατον, τῆς βασκανίας τό πάθος, ἁπτόμενον ἄχραντε». Ἦχος Γ΄.Κυριακή Ἑσπέρ., ὠδή γ΄.

– «Βυθίζομαι ὁ δοῦλος σου ἀπό τά κύματα τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας». Ἦχος Γ΄. Πέμπτ. Ἑσπέρας, ὠδή στ΄.

– «Τά ὄμματα φώτισον, ἀπό τό βαθύ καί ἀπειλητικό σκοτάδι τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μου τά ὁποῖα τυ-φλώνουν ὅλη τήν ἐσωτερική κατάστασή της».Ἦχος πλ. Δ΄, ὠδή στ΄, Κάθισμα.

– «Σταμάτησε τά τῶν παθῶν σκορπίσματα (διεκχύσεις), καί τίς ῥοές τῆς ἁμαρτίας μου σταμάτησε καί χειμάρρους μου τῶν παθῶν ξήρανε». Ἦχος πλ. Β΄ Πρασκ. Ἑσπέρας, Προσόμοιον.

– «Τήν ζάλη καί τήν ταραχή τῶν παθῶν μου σταμάτησε, σεμνή, καί διῶξε τήν τρικυμίαν τῶν ἡδονῶν».  Ἦχος α΄. Τετάρτ. Ἑσπέρας, στ΄ ὠδή.

– «Νέκρωσον τῆς σαρκός μου, τήν ζωντανή κακία τῶν παθῶν καί τῶν πταισμάτων. Ἦχος Βαρύς, Τρίτη Ἑσπέρας, ὠδή α΄.

– «Τῶν παθῶν μου τήν φοβερά τρικυμία, καί τῆς καρδίας μου τήν πώρωση διάλυσε, καί δώρησαί μοι πηγήν τήν τῶν δακρύων». Ἦχος α΄. Δευτέρ. Ἑσπέρας, ὠδή ζ΄.

– «Μείωσε τήν ὀξύτητα τῶν παθῶν μου, Δέσποινα». Τετάρτ. Ἑσπέρας, ἦχος πλ. α΄, ὠδή α΄.

– «Κλεῖσε καί ἀσφάλισε τίς πόρτες πού εἰσβάλλουν τά πάθη καί ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς ἐλπίδος». Τετάρτ. Ἑσπέρας, ἦχος πλ. α΄, ὠδή η΄.

– «Τήν βαθυκόκκινη πλημμύρα τοῦ αἵματος τῶν παθῶν μου σταμάτησε». Ἦχος  β΄.Τετάρτ. Ἑσπέρ., ὠδή ε.

– «Τά νέφη τῶν παθῶν ἐκδιώκουσα». Ἦχος πλ. Α΄.  Πέμπτ. Ἑσπέρας, ὠδή, γ΄.

– «Λύσε τό σκοτάδι τῆς νύχτας τῶν παθῶν καί τήν ἀπελπισία πού δημιουργεῖ ἡ ἄγνοια, τῆς κοιμω-μένης ψυχῆς μου». Ἦχος Γ΄. Τρίτ.  Ἑσπέρας, ὠδή α΄.

– «Ρίζα τῆς ἀναιδοῦς φιλαυτίας κλάδοι, Παρθένε εἶναι ὁ χορτασμός τῆς κοιλιᾶς καί ἡ καλοπέραση, ἀπό τίς ὁποῖες δημιουργοῦνται πολλά εἴδη παθῶν». Κυριακή Ἑσπ.,Ἤχος πλ. Α΄, ὠδή η΄.

– «Σταμάτησε τούς ποταμούς τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας μου τό πέλαγος ξήρανε καί διάλυσε τό νέφος τῆς ἀθυμίας μου» Ἦχος πλ.Α΄. Τετάρτ. Ἑσπέρας, Προσόμοιον.

– «Οἱ νοητοί γίγαντες τῶν παθῶν εἶναι τρεῖς καί μέ ταλαιπωροῦν· ἀκηδία, λήθη, ἄγνοια· Ἦχος α΄. Πέμπτ. Ἑσπέρας, δ΄ ὠδή.

– «Τήν ἄβυσσο τῶν παθῶν μου, Θεοκυῆτορ, ξήρανε μέ τήν μετάνοια». Ἦχος Βαρύς, Κυριακή Ἑσπ., ὠδή η΄.

– «Ὤ τίς ἄσχημες κινήσεις τῶν παθῶν μου! ὤ τῶν ἀμέτρων μου κακῶν! Δέν ὑπάρχει αἰχρή ντροπή τήν ὁποία ἄφρονα δέν ἔκανα. Ἀλλά καί ὅλα τά ἡδονικά ἁμαρτήματα». Ἦχος α΄. Κυριακή Ἑσπέρας, ζ΄ ὠδή.

– «Ἀπό τήν λάσπη τῶν φθοροποιῶν παθῶν λύτρωσαι». Ἦχος πλ.Α΄. Δευτέρα Ἑσπέρας, ὠδή γ΄..

– «Μέ πονοῦν τά κεντήματα τῶν ἀκανθῶν πού δημιουργοῦν τά πάθη καί ἀπό κάθε πόνο καί λύπη πού δημιουργοῦν οἱ πειρασμοί καί θλίψεις λύτρωσέ με». Ἦχος Βαρύς, Τρίτ. Ἑσπ., ὠδή στ΄.

– «Ἀπό τά παρά φύση πάθη μου ἐλευθέρωσέ με». Τρίτ. Ἑσπέρας, ἦχος πλ. Δ΄. ὠδή α΄.

– «Ἰδού κάθε εἶδος κακῶν μέ περιεκύκλωσαν καί ποταμοί τῶν παθῶν μέ καταπόντισαν. Πέμπτ. Ἑσπέρας, ἦχος πλ. Δ΄, ὠδή στ΄.

http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/pastoral/methodios_kritikos_amartia.html

[52] π. Ἰωάννου Ρωμανίδη προπατορικό ἁμάρτημα, Διδ/κή Διατριβή, Ἀθῆναι 1957, σελ 145.

[53] Ε.Π.Ε, 8, ΣΕΛ. 356, καί ΕΠΕ, 8, 152, 9 -15.

[54] Τοκαρίδης Γεώργιος, ἡ ὀντολογία τοῦ νοῦ, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, διπλωματική ἐργασία, Α.Π. Θ, Θεσ/κη 2010, σελ. 15 καί ἑξῆς.

[55] Διακ. Κορνηλίου COMAN, Ἡ ὀντολογία τοῦ νοῦ κατά τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς, Διπλωματική Διατριβή, Α.Π.Θ. Θεσ/ νίκη 2002, σελ. 31,32).

[56] Συμπτώματα στρές στό Ψαλτήριο. ΕΙΔΙΚΟ ΑΡΘΡΟ Special article, Η. Μαζοκοπάκης, Παθολογική Κλινική, Ναυτικό Νο-σοκομεῖο Κρήτης, Σούδα, Χανιά καί Τμῆμα Θεολογίας, Θεολογική Σχολή, Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθη-νῶν, Συμπτώματα ὀξέος καί χρόνιου stress στό «Ψαλτήριον»,

[57] Ὁ καθηγητής κ. Τοκαρίδης Γεώργιος, λέγει:

[58] Εἰσήγηση τοῦ Στ. Μπαλογιάννη: Καταθλιπτικά στοιχεῖα καί παραρμηνευτικαί διαθέσεις, αἱ ὁποῖαι εἶναι δυνατόν νά ἐπη-ρεάσουν τό μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως».Ἱ. Μητρ. Σπάρτης 2006.

[59] Συμπτώματα στρές στό Ψαλτήριο. ὅ.π.π. σελ.673 καί ἑξῆς…

[60] Ἰωάννου Κορναράκη, κυνηγώντας τόν βάτραχο, στό φῶς τῆς νήψης, Ἀθήνα 2009, σελ. 39.

[61] Τά συμπτώματα τῶν λογισμῶν, ἀπό το Θεοτοκάριο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. –«Κοιμώμενος μοῦ ἐπιτίθενται φοβεροί τῆς ἀκολασίας λογισμοί καί μοῦ προκαλοῦν γαργαλισμούς καί ρεύσεις» . Ἦχος πλ. Β΄. Δευτέρα Ἑσπέρας,  ὠδή στ΄.

– «Λογισμοί ἀκάθαρτοι καί βλάσφημοι μέ πολιορκοῦν” · Ἦχος πλ. Β΄. Δευτέρα Ἑσπέρας,  ὠδή δ΄.

– «Ἀκάθαρτοι λογισμοί μέ μολύνουν· μέ ἀνήθικες καί αἰσχρές ἐνθυμήσεις μολύνουν τήν ταπεινή καρδίαν μου». Ἦχος β΄. Κυριακή Ἑσπέρας, στ΄ ὠδή.

– «Ἔννοιες μέ ἀκαθάρτους λογισμούς κατεμόλυνα, καί τήν ψυχήν μέ τίς ἡδονές, ὅπως οἱ ἄνθρώποι πού ζοῦσαν κατά τόν καιρό τοῦ Νῶε ὑπερέβαλαν· μέ αἰσχρές ἀπρέπειες». Ἤχος α΄. Κυριακή Ἑσπ., ὠδή δ΄.

– «Δυσάρεστες ἡδονές, πάθη, λογισμοί μαγαρισμένοι καί πονηρίας γεμᾶτοι, τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμό-νων». Ἦχος α΄. Τετάρ. Ἑσπέρας, δ΄ ὠδή.

– «Ἔγινα αἰχμάλωτος ἀπό αἰσχρούς λογισμούς Παναμώμητε, καί ἀφοῦ τούς δέχθηκα, ἀπομα-κρύνθηκα ἀπό τόν Υἱόν σου Θεονύμφευτε, σάν τόν ἄσωτο, γυμνώθηκα ἀπό τίς ἀρετές μέ τίς ὁποῖες μοῦ χάρισε ὁ Δημιουργός». Ἦχος Δ΄.  Πέμπ. Ἑσπέρας, Προσόμοιον.

– «Ὅλη τήν νύχτα ἀγωνιζόμουν μέ τούς σκοτεινούς καί φοβερούς λογισμούς πού μοῦ ἐπιτέθηκαν»· Ἦχος Βαρύς,Τρίτη Ἑσπέρας, ὠδή δ΄

– «Ἀπό τούς ἀνώφελους καί ψυχοφθόρους λογισμούς, Ἁγνή λύτρωσέ με καί ἀξίωσέ με νά μοῦ δώσεις λογισμούς πού άναφέρονται στήν αἰώνια μακαριότητα». Κυριακή Ἑσπέρας,Ἦχος πλ. Α΄, ὠδή ε΄.

– «Ξήρανε Παναγία μου, τούς λογισμούς πού δημιουργοῦν σαρκικά κινήματα». Κυριακή Ἑσπέρας, Ἦχος πλ. Α΄, ὠδή δ΄.

– «Τά νέφη τῶν πονηρῶν λογισμῶν ἀπομάκρυνε Θεοτόκε». Ἦχος Δ΄.Κυριακή Ἑσπέρας στ΄. ὠδή.

– «Ἰάτρευσόν μου τά τραύματα τῆς σαρκός, καί τίς ψυχικές ἀναστατώσεις καί ἀναταραχές πού δη-μιουργοῦν οἱ λογισμοί». Ἦχος Γ΄. Πέμπ. Ἑσπέρας, ὠδή γ΄.

– «Νοερές συγχύσεις, πού δημιουργεῖ ὁ διάβολος μέ τούς φλεγόμενους ἑπταπλασίως λογισμούς». Ἦχος πλ. Β΄ Πέμπ. Ἑσπέρας, ὠδή ζ΄.

– «Πλῆθος χειμάρρων ἀπό τούς ἀκάθαρτους λογισμούς, πού ἐξέρχονται ἀπό τήν πανάθλιά μου καρδιά καί δημιουργοῦν ἀφόρητη νοητή δυσωδία». Ἤχος Βαρύς, Κυριακή Ἑσπέρας, ὠδή ε΄.

– «Οἱ μέ πάθος λογισμοί δημιουργοῦν φοβερή ἀναταραχή μέ ὁμίχλη καί ζάλη». Ἦχος πλ. Α΄. Τετάρ. Ἑσπέρας,  ὠδή η΄.

– «Τούς σφοδρούς παράλογους καί ἄτακτους λογισμούς στρέψον, Ἁγνή, πρός ἀπάθεια». Ἦχος Δ΄. Τρίτ. Ἑσπέρας, ὠδή θ΄.

– «Ἐξασθενεῖ ὁ νοῦς, πού ἔπεσε στά βάθη τῶν ἐχθρικῶν λογισμῶν, καί δέν ὑπάρχει ἄνεση»· Ἦχος πλ. Β΄. Σάββατο Ἑσπέρας Κάθισμα.

– «Οἱ ἐνάντιοι λογισμοί μέ ταράζουν μέ σφοδρότητα δημιουργώντας σκοτισμό, καί μέ τήν συναγωγή τῶν παθῶν ὁδηγοῦν τήν ἀσθενῆ μου ψυχή στόν βυθό τῆς ἀπωλείας». Ἦχος πλ. Β΄ Τετάρ. Ἑσπέρας, Κάθι-σμα.

– «Νέφος ἀστάτων λογισμῶν, ἔπεσαν στήν ἄθλία ψυχῆ μου, μέ διακατέχουν φοβερά, μέ ταράζουν, μέ σκοτίζουν καί μέ θλίβουν Πανύμνητε». Ἦχος πλ. Β΄. Σάββατο Ἑσπέρας ὠδή ε΄.

– «Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου δαπανήθηκε στόν ὕπνο, στην ἄνεση, στήνκαλοπέςραση, στούς ρεμβασμούς τῶν λογισμῶν».  Ἦχος α΄. Κυριακή Ἑσπέρας, στ΄ ὠδή.

– «Μέ ἐκδηλώσεις βίας, μέ συνεχεῖς τρανταγμούς, σέ κατάσταση μεγάλης ταραχῆς τῶν παθῶν, ἀπό τίς τρικυμίες τῶν λογισμῶν καί ἡδονῶν οἱ ἀντίθετοι ἄνεμοι μέ καταποντίζουν». Ἦχος πλ. Α΄. Σάββατο Ἑσπέρας, δ΄. ὠδή.

[62] Βαβυλώνα σημαίνει στήν Ἑβραϊκή γλῶσσα σύγχυση. Ἐδῶ σημαίνει πνευματική σύγχυση. Ὅπως στήν πραγματικότητα κύριος σκοπός των λοφγισμῶν εἶναι ἡ σύγχυση τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τῆς διάνοιας, ὥστε νά πραγματοποιηθεῖ τό θέλημα τῶν δαιμόνων πού ἐδημιούργησαν καί τούς λογισμούς.

[63] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, Ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἀττική 2006, τόμ. 2ος, σελ. 36. Βλέπε καί Φιλοκαλία, τόμ. Α΄. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», Ἀθήνα 1986, σελ. 94.

[64] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Νέα Κλῖμαξ», ἐκδ. Σωτ. Σχοινᾶ, Βόλος, σελ. 103.

[65] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος, Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, «Περιβόλι τῆς Παναγίας», Ἀθήνα 1986, σελ. 305.

[66] Ἀρχιμ. π. Διονύσιος Κατερίνας, ὁμιλία μέ θέμα «Ραθυμοτόκοι λογισμοί καί ρεμβασμοί ἄσκοποι».

[67] Ἀρχ. Τιμοθέου Κιλίφη, Τό ψαλτήρι, ἔκδ. β΄.σελ. 370.

[68] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Σχοινᾶ, Βόλος 1956, σελ. 115.

[69] Μ. Βασιλείου ἑρμηνεία στόν( μη Ψαλμό στίχ. 21). ΕΠ.Ε. τ.5, σελ. 349.

[70] Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ. ἑρμηνεία στόν λζ΄ ψαλμό, σελ. 441 .

[71] Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ. ἑρμηνεία στόν στ΄ ψαλμό, σελ. 79.

[72] Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, Ἐκδ. Περιβόλι τῆς Παναγίας, Ἀθήνα 1986, Φιλοκαλία τ. γ΄, σελ. 94.

[73] Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ. ἑρμηνεία στόν στ΄ ψαλμό, σελ. 83.

[74] Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου. Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος πάνυ ὠφέλιμα», Ρ.G. 150.126 Α. οθ

[75] Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ. ἑρμηνεία στόν λζ΄ ψαλμό, σελ. 429.

[76] Οἱ ἐκδόσεις “Ἑτοιμασία” Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου Καρέα Ἀττικῆς

[77] Γ. Πινακούλα, Δ. Κουτσούγερος, λόγοι ἀσκητικοί τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐκδ. «ἐν  πλῶ» σελ. 234.

[78] Στόν προφήτη Ἀμώς (8, 9) ἀναφέρεται γιά τό σκοτάδι πού, ἐνῶ εἶναι μεσημέρι καί ὁ ἥλιος λάμπει, ὅμως γιά ὅσους πάσχουν ἀπό ἀθυμία ὁ ἥλιος ἔχει δύσει γι’ αὐτούς.

[79] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, 10η ἐπιστολή πρός τήν Ὀλυμπιάδα , ΕΠΕ, τόμ. 37, σελ. 463.

[80] Τήν ψυχή τήν σκοτίζουν, κατά τόν π. Αἰμιλιανό τόν Σιμωνοπετρίτη:α) Τό μῖσος, β) ἐξουδένωση. Μέ τό νά ταπεινώνεις τόν ἄλλον. Μέ τό νά τόν κρίνεις.,γ) ἡ ζήλεια καί δ) ὁ γογγυσμός. Ἀρχ. π. Αἰμι-λιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, ἑρμηνεία στόν Ἀββᾶ Ἡσαΐα, ἔκδ. Ἴνδικτος, σελ. 196 κ. ἑξ…

[81] π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, οἱ Ψαλμοί, Ἀθῆναι 1965, σελ. 247.

[82] Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ. ἑρμηνεία στόν στ΄ ψαλμό, σελ. 81).

[83] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, ἐκ. Ἑτοιμασία,Ἀθήνα, 2006, τ. Α, σ. 354

[84] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, ἐκ. Ἑτοιμασία, Ἀθήνα, 2006, τ. Β, σ. 284

[85] Ἡ ἀκηδία εἶναι ὁ τρομερώτερος ἐχθρός τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλα τά πάθη ἅπτονται ἐν μέρει τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, ἀλλά αὐτό τό τρομερό πάθος ἡ ἀκηδία ἤ ἀμέλεια ἅπτεται καί τοῦ ψυχικοῦ καί σωματικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Σαλεύει τό σύνολο τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως.

Τό γεγονός εἶναι ὅτι αὐτή ξεκινᾶ ἐνεργώντας μέσα ἀπό τό ψυχοσωματικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἅπτεται τῶν ἰδίων τῶν μελῶν καί προκαλεῖ τήν παράλυση, τήν κατά φύση ἀδράνεια.

Ὑπάρχει καί ἕνας δεύτερος λόγος πού συντελεῖ ὥστε νά γίνεται δυσκαταγώνιστο τό πάθος, χάριν τοῦ ὅτι ἡ ἴδια ἡ φύση ἀφ’ ἑαυτῆς, μετά τήν πτώση δέν θέλει νά κουραστεῖ. Ἐπικαλεῖται τούς φυσικούς νόμους τῆς αὐτοσυντηρήσεως πού ἐπιτάσσουν νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ εὐτυχία, σέ ἄνεση καί ὄχι σέ κόπωση. Δέν προϋπῆρξε τό θέμα τοῦ πόνου, τοῦ κόπου, τῆς ἀγωνίας. Αὐτά δέν εἶναι φυσικά φαινόμενα, ἀλλά μεταπτωτικά συμπτώματα.

Τότε γίνεται δυσκαταγώνιστο τό πάθος, ἐπειδή κατά φύση ἁρπάζει ὅλο τό νευροψυχικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου καί τό δένει.

Ἡ κόπωση εἰσήχθη ὑπό τό νόημα τοῦ σταυροῦ μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου καί εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κατεργάζεται ὁ ἄνθρωπος τήν σωτηρία του.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, «Περί ἀκηδίας» πού περιέχεται στό βιβλίο του Ἀθωνικά μηνύματα», τῆς σειρᾶς Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 9, ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου.

Σημείωση: Ἡ ἀθυμία, ἡ ἀκηδία, ἡ λύπη, ἡ κατάθλιψη, οἱ διαφορές των εἶναι ἔχουν λεπτεπίλεπτες διαφορές μεταξύ τους. Πολλοί ἅγιοι Πατέρες τά πάθη αὐτά τά θεωροῦν σχεδόν ὅμοια καί τά ταυτίζουν.

[86] Ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Οἱ Ψαλμοί, Ἀθῆναι 1965, τόμ. 24,  σελ. 425

[87] Ἀκηδία καί κατάθλιψη. Παν. Κουφογιάννη, Ἀναπλ. Καθ. Ε.Κ.Π.Α, Μύθοι καί πραγματικότητα agia-zoni.gr/ slug-239/.

[88] Γ. Πινακούλα, Δ. Κουτσούγερος, λόγοι ἀσκητικοί τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐκδ. «ἐν. πλῶ» σελ. 224.

[89] http://www.imlarisis.gr/main.php?p=123&more=1#more123[89]

[90] Ἀποθάρρυνση. «Μακριά ἀπό τήν ἀποθάρρυνση. Ἐάν ἡ ἀποθάρρυνση δέν πολεμηθεῖ, τήν δια- δέχεται ἡ ἀπογοήτευση. Ἐάν ἐκεῖ ὁ μοναχός ἀμελήσει καί δέν φροντίσει καί μείνει ἀποθαρρυμένος καί ἀπογοητευμένος, μετά θά ἔρθει ἡ ἀπελπισία, ἡ απόγνωσις. Ἐάν κι αὐτή ἐπικρατήσει, τότε ἀρχί- ζουν τά ψυχολογικά (προβλήματα). Διότι μέ τήν ἀπόγνωση ἐφθάρ ὁ πνευματικός κόσμος. Ἐφθάρη ἡ λογική ἔννοια τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τότε πᾶμε στούς ψυχιάτρους νά μᾶς δώσουν χάπια γιά παρηγοριά. Ἡ αἰτία [ὅμως] εἶναι τούτη. Γιατί ἡ ἀποθάρρυνση; Δεχόμεθα νά μᾶς κάνει τόν δικηγόρο ὁ διάβολος; Ε!… Ἐφ’ὅσον ξέρουμε καλά ὅτι «κἄν μία ἡμέρα ἐστίν ἡ ζωή ἡμῶν», οὔτε αὐτή δέν μποροῦμε νά μείνουμε ἀλάνθαστοι. Διότι μετά τήν πτώση ἔχουμε πάθει διαστροφή. Δέν ἔχουμε τήν ἱκανότητα νά σταθοῦμε ἀκίνητοι. Ἐπιδρᾶ πάνω μας τό περιβάλλον, τό ἐντός, τό ἐκτός, τό πέριξ. Καί χάριν τούτου λοιπόν κατ’ ἀνάγκη – ἄς τό πῶ ἔτσι – κάνουμε λάθη. Τότε ἔρχεται ὁ διάβολος νά κά-μει τόν δικηγόρο, ὁ «ἀναμάρτητος». Νά μᾶς πεῖ ὅτι εἴμαστε ἐμεῖς ἁμαρτωλοί. Ἐκεῖ σᾶς εἶπα πόσες φορές μέ τήν ἀνδρεία νά σηκώνεστε ὅρθιοι: «Ρέ δράκοντα πίσω! Φέρνεις ἀποθάρρυνση; Ἐγώ θά καταφύγω στόν Πατέρα μου τώρα καί θά ἐξομολογηθῶ. Ἦρθε ο Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος ἐδῶ νά υἱοθετήσει ἐμένα, γιατί τό θάρρος εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη. Εἶναι ἡ ἐνέργεια, ὅπως εἶναι τό ρεῦμα. Ὅπως εἶναι τά καύσιμα. Γιατί νά χάσουμε τό θάρρος; Ἐκάναμε λάθος, πράγματι, ἀλλά ὑπάρχει ἀλάν-θαστη ζωή; Ὕστερα γυρίζω στόν Χριστό μας πολλές φορές ἐγώ καί δικάζομαι μαζί Του μέσα στήν ἀπόγνωσή μου καί λέω: «Πανάγαθε, τά ἑκατομμύρια τῶν μετανοησάντων πού ὄχι μόνο τούς συγχώ-ρεσες ἀλλά τούς φόρεσες καί τό βραβεῖο τοῦ ἁγιασμοῦ καί εἶναι γύρω κύκλο ἀπό τόν θρόνο σου, μέ τήν παλληκαριά τους ἔγιναν; Δέν εἶναι μέ τήν Χάρη Σου πού ἔγιναν, Κύριε μου; Καί ἐγώ εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Ἐπιμένω, δέν θά παύσω νά χτυπῶ τήν πόρτα, θά μοῦ ἀνοίξεις. Ἐσύ εἶσαι ἡ Ἀλήθεια, εἶσαι ἡ Ζωή, εἶσαι ἡ Ἀνάσταση!». Ἔτσι!…ἔτσι θέλω νά πολεμᾶτε, ἔτσι νά μάχεστε. Ἔτσι εἶναι. Τά παραδείγματα. Δέν ἔχουμε παραδείγματα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἄσωτοι, πού ἔφτασαν στόν πυθμένα τῆς ἀπωλείας, καί γύρισαν πίσω καί ὄχι μόνον ἐνίκησαν τήν ἁμαρτωλότητα ἀλλά μπῆκαν εἰς τόν ἁγιασμό καί ἑνώθηκαν μαζί μέ τούς Ἁγίους κι ἔγιναν ἕνα!». Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ + Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Βατοπαιδινοῦ.

πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=yI1eoMigv6I

[91] Ἁγίου Δωροθέου, Ε΄. Διδασκαλία, Ἑτοιμασία, Ἀθήνα 1981, σελ. 173

[92] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς, τόμ. Γ΄., Ὀρθόδοξος Κυψέλη. σελ. 251

[93] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,ὅ.π.π., 239.

[94] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,ὅ.π.π., 231.

[95] Ἀρχιμ. Εὐσεβίου «Ἀγαλλίαμα  τῆς καρδίας»Σιδηρόκαστρο 1985, σελ. 21, 215..

[96] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,ὅ.π.π., 238.

[97] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,ὅ.π.π., 272.

[98] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,ὅ.π.π., 238.

[99] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,ὅ.π.π., 301

[100] Ἀρχιμ. Εὐσεβίου «Ἀγαλλίαμα  τῆς καρδίας»Σιδηρόκαστρο 1985, σελ. 21, 215.

[101] Ἀρχ, Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, Ἴνδικτος 1999, σε. 187, 189.

[102] Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση τεῦχος 206 Μάϊος 2011 (βλ. τεύχ. 177).Μηνιαία ἔκδοση τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.

[103] Σταύρου Μπαλογιάννη Ὁμοτίμου καθηγητοῦ Νευρολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/κης. «Ἡ ψυχοθερα-πευτική ἰσχύς τῶν ψαλμῶν τοῦ Δαβίδ». Πρακτικά Συνεδρίου, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, «Ἡ Μἠτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία», Νοέμβριος 1993, σελ. 281 – 294.

[104] Μ. Βασιλείου Ὁμιλιες στούς Ψαλμούς Ε.Π.Ε. τόμ. 5. Σελ. 25, 31, 35.

[105] Ἀρχ. Τιμοθέου Κιλίφη, τό Ψαλτήρι, ἔκδ. β΄.σελ. 12.

[106] Ἡ γνωριμία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατά Θεόν σοφίας. Ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἁγιορείτης διευκρινίζει: «Ὅσα καί νά μάθουμε θά εἶναι ἀδύνατον νά γνωρίσουμε τόν Κύριον, ἐάν δέν ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του, διότι ὁ Κύριος γνωρίζεται μόνον διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διά τῆς θείας Χάριτος ἑνώνεται μαζί Του τόσο καί τοῦ ἀποκαλύπτεται».

[107] Ἡ ἡσυχία καί ἡ βασική της δύναμη πού εἶναι ἡ ἀδιαλείπτη προσευχή, ὁ νοῦς μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος ἐπιστρέφει στόν ἑαυτόν του καί ἐν συνεχεία στήν καρδιά ὅπου βλέπει τά πάθη του καί ἀρχίζει νά τά πολεμᾶει βαθειά μετάνοια καί πένθος, ἔτσι καθαρίζεται ἡ καρδιά μέ σκοπό νά ὑπο-δεχθεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά βρεῖ μία σύντομη προσευχή, τήν ὁποία πρέ-πει νά ἐπαναλαμβάνει μέ ταπείνωση καί συντριβή. Πολλοί Ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν τόν 2 στίχο τοῦ 69ου Ψαλμοῦ «Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦ-δον». Στούς τελευταίους αἰῶνες τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἤ ἄλλη: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δόξα σοι». Ὁ σκοπός τῶν προσευχῶν αὐτῶν εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἐντελῶς ἀπό κάθε γήϊνη μέριμνα καί φροντίδα.Ἔτσι κρατεῖται ἡ μνήμη τοῦ θείου Ὀνόματος συνεχῶς καί εἶναι κατάλ-ληλες γιά τήν ἀντιμετώπιση κάθε ἀνάγκης καί πειρασμοῦ. Μετά ὁ Θεός βλέποντας τόν ἀγώνα του, τήν προσευχή ἀπό τόν νοῦ τήν μεταφέρει στήν καρδιά ἔρχεται καί βοηθεῖ καί ἔτσι γίνεται καρδιακή. Μέ αὐτές κατά-φεύγουμε στόν Θεό σέ ὅλους τούς κινδύνους. Αὐτές εἶναι μία ταπεινή δοξολογητική, εὐλαβική ἐξο-μολόγηση τῆς ψυχῆς πού βρίσκεται σέ διαρκῆ νήψη καί πού κατέχεται ἀπό μόνιμη καλή ἀνησυχία, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας της. Αὐτές οἱ προσευχές δείχνουν τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι θα εἰσακουσθεῖ καί ὅτι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐξασφαλισμένη γιά κάθε περίσταση. Γιατί αὐτός ,πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί ἐπιρρίπτει τήν μέριμνά του στόν ἐπουράνιο Πατέρα, εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι θά τόν ἔχει κοντά Του. Οἱ προσευχές αὐτές εἶναι τό ἕνα ἀπόρθητο τεῖχος, μιά γερή ἀσπίδα. Μέσα στήν ἀκηδία, στίς θλίψεις καί στίς ἀγωνίες, τήν ὥρα πού κάποια σκέψη μᾶς καταβάλλει, ἡ προσευχή δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀπελπισθοῦμε γιά τήν σωτηρία μας. Ἐξουδετερώνει τό κάθε πάθος ἀπό τήν γέννησή του καί ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει, ἀφοῦ ἐπικαλεῖ τήν Εἰρήνη πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.(Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τόμ. Α΄, Ἑτοιμασία, Ἀθήνα200, σελ. 376 κ. ἑξῆς…)

[108] Ἀρχ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, περί ζωῆς, λόγος ἐλπίδος, Ἴνδικτος 2005, σελ.95.

[109] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τόμ.Α΄., Ἑτοιμασία, σελ. 110.

[110] Ἀρχ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, Νηπτική ζωή καί ἀσκητικοί ἀγῶνες, Ἴνδικτος Ἀθήνα 2011, σελ. 17.

[111] Ἡ λειτουργία τῆς μετάνοιας. Ἐκτός ἀπό τήν Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τό τιμημένο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ὑπάρχουν πολυάριθμοι τρόποι, γιά νά λειτουργήσουμε τήν μετάνοια καί νά μᾶς χαρισθεῖ ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. (Πράξ. 3, 19).

Ἡ ἀγάπη εἶναι το ἀντίβαρο, γιά νά καλυφθοῦν πλῆθος ἁμαρτιῶν. (Α΄. Πέτρου, 4, 8). Ἡ ἐλεημοσύνη δίνει τό φάρμακο γιά τίς πληγές πού μᾶς δημιούργησαν οἱ ἁμαρτίες μας.(Σοφ. Σειρ. 3, 30). Τά δάκρυα μᾶς καθαρίζουν ἀπό τήν βρωμιά τῶν παραπτωμάτων μας. (Ψαλ. 6. 7). Ἡ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν μας στόν πνευματικό. (31, 5). Οἱ ψυχικές καί οἱ σωματικές ταλαιπωρίες. (Ψαλ. 24, 18). Ἰδιαίτερα ἡ διόρθωση τῆς ζωῆς μας συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας (Ἡσ. 1, 16 – 18). Οἱ πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων καί ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας (Α΄. Ἰωάνν. 5, 16) (Ἰακ. 5,  14 -15). Ἡ φιλανθρωπία καί πίστη. (Παρ. 15, 27). Οἱ παραινέσεις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ συντελοῦν στήν μεταστροφή μας καί στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. (Ἰωάνν. 5, 20). Ἡ ἀνεξικακία, ἡ ἀμνησικακία καί ἡ συγχώρηση ὅσων μᾶς ἔβλαψαν (Ματθ. 6, 14). Ἡ ψυχική διάθεση γιά φιλανθρωπία, ὅταν ἐμεῖς δυσκολευόμαστε (Λουκ. 21,  1 -2). Οἱ διαρκεῖς ἱκεσίες στόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες μας συνοδευόμενες μέ ταπείνωση. (Ψαλ. 50, 5 – 6).Ἡ θέ-λησή μας, μέ αἰσθήματα ἀγαθά ἀπέναντιστόν πλησίον, εἶναι τό μέτρο καί τό κριτήριο ἀπό τό ὁποῖο ὁ Κύριος θά μᾶς φανερώσει τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Τέλος ἡ ἄσκησή μας μέ σκοπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας, τήν τελειότητα τῆς ἀγάπης. Καί ἡ εὐωδἰα τῶν ἀρετῶν, πού εὐφραίνουν τόν Κύριο. (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τόμ. Α΄. Ἑτοιμασία, 192  – 197).

[112] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τόμ.Α΄., Ἑτοιμασία, σελ. 191.

[113] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Α΄.,ὅ.π.π., 8.

[114] π. Συμεών Κραγιοπούλου, Πνευματικά μηνύματα 2022, σελ. 31

[115] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Γ΄.,ὅ.π.π., 371.

[116] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Γ΄.,ὅ.π.π., 215.

[117] Ποιό εἶναι λευκότερο ἀπό τό χιόνι; Εἶναι τό ἄκτιστο καί θεῖο Φῶς.

[118] Ἀπό τήν εὐχή τῆς Θ. Μεταλήψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Φιλα-δελφείας λέγει σχετικά μέ τήν Θεία Κοινωνία: «Ἡ ἀποχή ἀπό τήν θεία Κοινωνία σημαίνει ἄρνηση τῆς σωτηριώδους θυσίας τοῦ Χριστοῦ» .(Στ. Νίκα, Θεολογία καί νηπτική παράδοση στόν ἅγιο Θεόληπτο Φιλαδελφείας, Διπλ. ἐργασία, Α.Π.Θ. Θεσ/κη 2001, σελ. 81).

[119] Ιερομονάχου Κλεόπα Ἠλίε ,«Πνευματικοί Λόγοι» ,ἐκδ. Ὀρθόδοξη Κυψέλη» ,Θεσσαλονίκη 1992.

[120] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Γ΄.,ὅ.π.π., 518.

[121] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Γ΄.,ὅ.π.π., 205.

[122] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, ἐκ. Ἑτοιμασία,Ἀθήνα, 2006, τ. Α, σ. 386.

[123] Ἱερός Χρυσόστος Ε.Π.Ε. τόμ. 5, σελ. 119 καί ἑξῆς…

[124] Ἁγίου Νικοδήμος,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Γ΄.,ὅ.π.π., 526.

[125] Ἃγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΙΓ ἐπιστολή στήν Ὀλυμπιάδα, Ε.Π.Ε.τ. 37, σελ. 529.

[126] Ἀρχ. π. Ζαχ.. Ζάχαρου. Ἡ ἀνεύρεση τῆς βαθείας καρδίας κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή 8 Μαρτίου 2022 https://www.pemptousia.gr/2022/03/i-anevresi-tis-vathias-kardias-kata-ti-megali-tessarakosti.[16]Λουκ.16,15. [17] Γαλ.6,17.

[127] Ἀρχ. π. Ζαχαρία Ζάχαρου. Ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος. Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2016, σ. 232 καί ἑξῆς…

[128] Ἀββᾶ Κασσιανοῦ συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, ἐκ. Ἑτοιμασία,Ἀθήνα, 2006, τ. Β, σ. 13.

[129] Ἁγίου Νικοδήμου,Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ Ἑρμηνεία στούς 150 Ψαλμούς,τ. Γ΄.,ὅ.π.π., 232.

[130] Ἀρχ. Εὐσεβιου Ἀγαλλίαμα ψυχῆς, (Ὁ 118 ψαλμός)ἔκδ. Ἱ.Μ. Σιδηροκάστρου, 1985, Σελ. 138 καί ἑξῆς,

[131] Ἡ νηστεία σφραγίζει τό σῶμα μέ τήν ταπείνωση τῆς καρδιᾶς, τήν ἱκετήρια κάμψη τῆς ψυχῆς, τόν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Ὁ ἅγιος Θεόληπτος ὁρίζει σέ ἕξι τούς ἀγῶνες τῆς νη-στείας, τά ἀποτελέσματα τῆς ὁποίας μᾶς ὁδηγοῦν νά γίνουμε «ἐρασταί τοῦ κάλλους αὐτῆς». Ὁ Α) εἶναι ἡ ἀποχή πολυτελῶν καί λιπαρῶν τροφῶν, πού ἀποφορτίζει τήν κοιλιά ἀπό τό βάρος τοῦ πλήθοῦς τῶν τροφῶν καί διατηρεῖ καθαρή τήν διάβλεψη τοῦ νοῦ. Β) Ὁ δεύτερος ἀναφέρεται στήν μέ μέτρο μετάληψη τοῦ ἄρτου καί τοῦ νεροῦ πού ἀποβλέπει στό νά στηρίξει τόν σκληρό τῆς νηστείας ἀγώνα καί νά μήν ἀτιμάσει τήν χάρη τῆς ἐγκρατείας. Γ) Ἀπονεκρώνει κάθε πονηρή πράξη, Δ) συμβάλλει στήν ἀπόκρουση τῶν ἐπιβλαβῶν ἐνθυμάτων, ὅσων ἔχουμε δεῖ καί ἔχουμε πράξει. Ε) Ἀπομακρύνει τήν ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καί τῶν πονηρῶν ἀκουσμάτων, ἐνῶ ὁ Στ) ἐξαλείφει «τάς ὑψηλάς φαντασίας» πού σχηματίζονται στήν σκέψη μέ τήν νηφάλιο προσευχή καί τήν παντοτινή μελέτη τῶν θείων λόγων. Ἡ σωματική νηστεία πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό τήν πνευματική, δηλαδή κάθαρση παθῶν, αἰσθήσεων περιορισμός, κ.τ.λ.Στ. Νίκα, Θεολογία καί νηπτική παράδοση στον ἅγιο Θεόληπτο…. ὅ.π.π. σελ. 153.

[132] Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, Κεφάλαια πρακτικά 91.

[133] Ἀπό τό περιοδικό “Ὀρθ. Φιλόθεος Μαρτυρία”,Διδαχές ἀπό ἅγιες μορφές, ‘Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σ.. 17

[134] Ἠθικός 10, sc 129, 651 -669, σελ. 130. Ζαγκλινα Κοβάσεβιτς, μετάνοια καί μακάριο πένθος κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέον Θεολόγο, Διπλωματική ἐργασία, Θεσ/κη 2008, σελ. 42

[135] Ἀποσπάσματα, ὁμιλίας, τοῦ αἰδεσιμολογιωτάτου πρωτ. Ἀντωνίου Μπουσδέκη, ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ἁγίου Νικολάου Νικαί-ας, Δημαρχεῖο Ἀμαρουσίου τήν 24η Ἰαν 2014.

[136] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΘ΄ Εἰς τόν ἐξισωτήν Ἰουλιανόν, ΕΠΕ 5, 394.

[137] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν. Ποίημα ΛΔ΄, Εἰς τήν ἐν ταῖς νηστείαις σιωπήν, ΕΠΕ 10,302.

[138] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν.  Ποίημα ΙΑ΄, Περί τόν καθ’ ἑαυτόν. ΕΠΕ 10, 16.

[139] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη Θεολογικά, Ποίημα Ι΄ Περί ἀρετῆς, Β΄ ΕΠΕ, 9,204.

[140] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Ἔπη Θεολογικά, Ποίημα ΛΔ΄, ὁρισμοί πρόχειροι.  ΕΠΕ 9,434.

[141] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Ἔπη θεολογικά.  Ποίημα ΛΓ΄ Γνωμικά τετράστιχα. ΕΠΕ 9,416.

[142] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Ἔπη θεολογικά.  Ποίημα ΛΔ΄, Ὅροι παχυμερεῖς ΕΠΕ 9,440.

[143] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, ΕΠΕ, τ. 4ος, Λόγος εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα., σελ. 353.

[144] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου Λόγος ΙΑ΄ εἰς Γρηγόριον Νύσσης… ΕΠΕ 1,290.

[145] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου Λόγος Μ΄, Εἰς το ἅγιον Βάπτισμα.  ΕΠΕ 4,358.

[146] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου Ἔπη εἰς ἑτέρους.  Ποίημα Ζ΄, Το Νεμέσιον. ΕΠΕ, 11,120.

[147] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄, Περί τῆς διαλέξεσιν εὐταξίας… ΕΠΕ 2,48.

[148] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Λόγος ΣΤ΄, Εἰρηνικός Α΄, Ἐπί τῇ ἑνώσει τῶν μοναζόντων…ΕΠΕ, 1,226.

[149] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Λόγος Β΄, Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς… ΕΠΕ 1,164.

[150] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Λόγος Κ΄, Περί δόγματος καί καταστάσεως ἐπισκόπων. ΕΠΕ 4,260.

[151] Ἁγίου Γρηγορίου, Θεολόγου, Λόγος ΛΘ΄, Εἰς τά ἅγια Φῶτα. ΕΠΕ 5,84-90.

[152] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, ΕΠΕ, Τόμ. 5, Λόγος ΛΘ, σελ. 86.

[153] Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός 2, SC 122, 24-25, σ.368. Γαλ.4,19.

[154] Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός 1, SC 122, 39-46, σ.254.

[155] Zακλίνα Κοβάσεβιτς, Μετάνοια καί μακάριον Πένθος κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέον Θεολόγον, Διπλ. ἐργασία Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 9

[156] Τοῦ π. Μάξιμου Κυρίτση, ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μ. ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2004 στό Πνευματικό Κέντρο Πιερίας μέ θέμα: «Τά στάδια τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου».

[157] Ὅσιος Θεόγνωστος, περί πράξεως καί θεωρίας, λθ.

[158] Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, 2017 περί τῆς πνευματικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

[159] «Μὲ μεγάλη σαφήνεια καὶ ἁπλότητα ἐξηγεῖ ὁ γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής τί σημαίνει θεωρία τῶν λόγων τῶν ὄντων.Σημειώνει χαρακτηριστικά: Καὶ ὅταν, συνεργούσης τῆς χάριτος ποὺ σὲ καθαρίζει ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη,παρέλθῃς ὅλα αὐτὰ ὅπου εἶναι ἡ “πρᾶξις”,τότε γεύεται ὁ νοῦς φωτισμὸν καὶ κινεῖται εἰς θεωρίαν. Καὶ πρώτη θεωρία εἶναι τῶν ὄντων: Πῶς ὅλα τὰ πάντα ἐποίησε διὰ τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους προσέτι εἰς δια-κονίαν αὐτοῦ. (Γέροντος Ἰωσὴφ Ἡσυχαστοῦ, Ἔκφρασις, σ. 87).

[160] Θά θέλαμε νά σχολιάσουμε γιά τό θέμα αὐτό: Ὁ προφητάναξ Δαβίδ λέγει: «δέν ὑπάρχουν λόγοι καί λαλιές τῶν κτισμάτων, πού δέν ἀκούονται» (Ψαλμ. 18, 3). Τά κτίσματα, λέγει ὁ μακαριστός Γέροντας π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης, ἀναδίδουν λόγια πού ὑμνοῦν τήν παντοδυναμία, τήν ἀγα-θότητα καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κτίση γίνεται κατήγορος τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία μέ τούς λόγους πού κρύβει διαλαλεῖ τόν ποιητή της, ἐνῶ μέ τούς φυσικούς νόμους πού ὑπάρχουν σ’ αὐτή κατά εἶδος ἰδιαιτέρως παι-δαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τήν ἀρετή. Οἱ λόγοι λοιπόν διαπιστώνονται στή συνοχή τῆς μονιμότητας κάθε εἴδους χωριστά, (τά εἴδη καί ὁ τρόπος λειτουργίας τους μέ-νουν τά ἴδια συνεχῶς), ἐνῶ οἱ νόμοι φαίνονται στήν ταυτότητα τῆς φυσικῆς ἐνέργειας κάθε εἴδους,τούς ὁποίους ἄν δέν τούς προσεγγί-ζουμε μέ τήν νοερή δύναμη πού ἔχομε, καί τήν αἰτία τῶν ὄντων ἀγνοήσαμε, γιατί καταφθαρήκαμε μέσα σέ ὅλα τά παραφύση πάθη. (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, κεφ., Θεολογικά – Οἰκονομικά, Γῆ ἑκατ. Ε.Π.Ε. τ. 15D, Θεσσαλονίκη 1995,σελ. 133).

«Θεολογοῦσιν οἱ ἄφωνοι θεολόγοι,τά ὡραῖα βραχάκια καί ὅλη ἡ φύσις.Τό καθένα μέ τήν φωνήν ἤ τήν ἀφωνίαν του. Ἐάν ἐγγίσης τό χέρι εἰς ἕνα μικρόν χορταράκι, εὐθύς φωνάζει πολύ δυνατά μέ τήν φυσικήν του εὐωδίαν ὤχ! δέν μέ βλέπεις, ἀλλά μέ ἐκτύπησες! Καί καθεξῆς τά πάντα ἔχουν τήν φωνήν τους, ὅπου μέ τό φύσημα τοῦ ἀέρος κινούμενα γίνεται ἐναρμόνιος μουσική δοξολογία πρός τόν Θεόν. (Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας, σ. 315. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1-6).

[161] Συμπληρωματικά τονίζουμε: Τρίτο· μέ τή φυσική θεωρία ἀποκτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ γνώση τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα ἡ ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τά αἰσθητά καί γήϊνα πρός συνάντηση μέ τόν Θεό. (Γραμμενούδη Παναγιώτα, Ἡ ψυχή κατά τόν ἅγιο Νικήτα τόν Στηθᾶτο, πτυχιακή ἐργασία, Θεσ/κη 2012, σελ. 63).

[162] Ὁ παπα-Τύχων ὁ Ἁγιορείτης ἀσκητής, ὁ πνευματικός τοῦ ἁγίου Παΐσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅταν λειτουργοῦσε κατά τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου,Ἄγγελοι τόν «ἅρπαζαν» στόν οὐρανό γιά ὥρα. Καί ἐκεῖ πάνω ζοῦσε, βίωνε, τήν οὐράνια Λατρεία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν συνήρχετο μονολο-γοῦσε θαμπωμένος ἀπό τά Μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, Πώ! Πώωω!, παράδεισος. Πώ! Πώωω!, Χερουβείμ, Σεραφείμ, χαρά Θεοῦ! Δόξα Θεοῦ, πλοῦτος Θεοῦ, ἄγγελος μέ ἀνεβάζει, ἄγγελος μέ κατεβάζει. Τί πλοῦτος, τί μεγαλεῖο Θεοῦ! Ὁ παπα-Τύχωνας εἶναι ἕνας ἀπό τούς νεωτέρους ὁσίους λειτουργούς, ἀσκητές Ἁγιορεῖτες τῶν ἡμερῶν μας, καί ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τό 1968.

[163] Στό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀναφέρεται: «ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι…» «Ἐκζήτησε λοιπόν τά βάθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἅγιος. Σκοπός του δηλαδή ἦταν ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἔννοια τῆς σχέσεως καί τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ἐμπειρία αὐτή ἀποκτᾶται μέ τό ἴδιο τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἡ θεογνωσία εἶναι μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στίς θεῖες ἐνέργειες. Ὁ Θεός λοιπόν νά ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στήν κτίση καί τήν ἱστορία, ὄχι μέσῳ τῆς οὐσίας Του, πού εἶναι ἀπροσπέλαστη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Του. Αὐτό ἀποκαλεῖται θεοφάνεια. (Νίκος Ματσούκας, Δογματική…Β΄, σελ. 120).

[164] Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, τόμ. 6ος, Ἔκδ. Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/κη 1995, σελ. 42. Βλέπε καί: (Μοναχῆς Θεοσέβης, Μεταπτ. ἐργασία στό Α.Π.Θ. Ἡ ἡσυχία κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσ/κη 2009, σελ. 6 – 8). Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο, περιγράφει τήν ἀγάπη ὡς καρπό τῆς ἡσυχίας· ἐπισημαίνει ὅτι ἡ θεωρία πού γεννιέται ἀπ’ αὐτήν ὁδηγεῖ τόν νοῦ σ’ ἕναν ἀκόρεστο πόθο πρός τόν Θεό, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἐμμένει στήν ἐργασία τῆς ἡσυχίας μέ θέρμη, χωρίς ποτέ νά χάνει τόν ζῆλο του. Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: Μητέρα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἡσυχία καί ἡ προσευχή εἶναι φανέρωση τῆς θείας δόξης. (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Ὁμιλία εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», ΕΠΕ, τόμ. 9ος, σελ. 35).

[165] Ὑπάρχουν τέσσερις ἑρμηνευτικές μέθοδοι 1. Ἱστορική, 2. μεθοδολογική, εἶναι ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση πού ἔχει σκοπό νά βελτιώσει τήν προαγωγή τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων. 3. Ἡ ἀλληγορική, 4. ἡ ἀναγωγική γνώση ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στά οὐράνια μυστήρια. Παράδειγμα ἡ ἔννοια «Ἱερουσαλήμ». Ἱστορκή ἑρμηνεία εἶναι ἡ πόλη τῶν Ἰουδαίων. Ἡ μεθοδολογική· βλέπομε στούς λόγους τοῦ Κυρίου νά ἐπαινεῖται ἤ νά ἐπιτιμᾶται ὡς Σιών ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ ἀλληγορική εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀναγωγική ἑρμηνεία εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί «μητέρα ὅλων μας» (Γαλ. 4, 26). (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, «συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου…», τόμ Β΄, σελ. 115).

Σημειώνουμε ὅτι ἡ κατανόηση τῶν λέξεων τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀνάλογη τῆς καθαρότητος τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

[166] Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ εἶναι κρυμμένα στίς λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Γραφῶν γενικό-τερα. Ὅταν κατοικήσει μέσα μας ὁ Θεός,τότε φανερώνει τόν ἑαυτόν Του σέ μᾶς καί τότε γνωρίζουμε ἐμπράκτως τά θεῖα μυστήρια πού εἶναι κρυμμένα στίς θεῖες Γραφές, τήν γλυκύτητα τῆς αἰώνίου ζωῆς καί τά ἀνεκλάλητα ἀγαθά. Καί ποιά εἶναι τά ἀγαθά; Ἡ τέλεια ἀγάπη στόν Θεό καί στόν πλησίον, ἡ καταφρόνηση ὅλων τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, ἡ νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καί κάθε αἰσχρῆς ἐπιθυμίας. Τότε ὁ νοῦς εἰσέρχεται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό βάθος τῆς ταπεινοφροσύνης. (Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια Πρακτικά και Θεολογικά, ἐκδ. Ρηγοπούλου Θεσ/κη 1969, σελ. 247, 445).

[167] Οἱ σοφοί ὅμως προλέγουν τήν αἰτία τῶν πράξεων ὥστε ὁ καθένας γνωρίζοντας τά αἴτια τῶν κα-κῶν νά προφυλάσσεται. Γιατί ἀρχή σοφίας φόβος Θεοῦ, (ἡ εὐσέβεια πρός τόν Θεό) (Ψαλ. ρι, 10). (Ἅ-γιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 560).

[168] Στήν Ὀρθόδοξη Πατερική θεολογία ἡ γνώση εἶναι ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, «ἡ θεωρία», ἡ «θεοπτία». Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κοινωνίας καί ἕνωσης μέ τόν Θεό. (Γλωσσάρι Ἱ., Μ. Παρακλήτου, «ὁ Εὐεργεντινός», σελ. 543 -562).

Loading...

Στείλε μας το άρθρο σου

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ triklopodia@hotmail.gr