ΑΝΤΙ-ΜΕΤΑΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΣΧΟΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Δεύτερη πράξη του δράματος: Η απάτη της καθαρής εξόδου και η συνέχιση των «μεταρρυθμίσεων»)
Α/Α ΣΧΟΛΙΟΥ: 16
21/10/2018
___________________
H MΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
«Les besoins des classes moyennes et inférieures sont toujours, comme les objets, passibles d’un retard, d’un décalage dans le temps et d’un décalage culturel par rapport à ceux des classes supérieures. Ce n’est pas l’une des moindres formes de la ségrégation en société “démocratique”» (Jean Baudrillard: La Société de consommation, Éditions Denoël, 1970, 83)
(Οι ανάγκες των μεσαίων και κατώτερων τάξεων είναι πάντοτε, όπως των αντικειμένων, επιδεκτικές σε μια καθυστέρηση, μια μετατόπιση του χρόνου και μετατόπιση πολιτισμική σε σχέση με εκείνες των ανώτερων τάξεων. Αυτό δεν είναι μια από τις ελάσσονες μορφές διαχωρισμού σε μια “δημοκρατική” κοινωνία).
Διαβάζουμε και ζούμε καθημερινά τη συντριβή της μεσαίας τάξης ή μεσαίου χώρου, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται στην αγοραία πολιτική οικονομία η τάξη αυτή, για να αμβλυνθούν τα ταξικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής σύγκρουσης και να εμφανισθεί ως ένας αντιεπαναστατικός χώρος, που αποδέχεται τη μοίρα της ταξικής σύνθλιψης ανάμεσα στη μεγαλοαστική τάξη και το προλεταριάτο.
Η συντριπτική αυτή σύνθλιψη φαίνεται να παίρνει χαρακτηριστικά επιστημονικής, πλέον, μεθοδολογίας τις κυβερνητικές μέρες της χρηματοπιστωτικής βίας του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ΣΥΡΙΖΑ δεν στερεί μόνο μέρος του πλούτου και των δικαιωμάτων, που κατάφερε να αποθησαυρίσει η τάξη αυτή, όπως έκαναν με καιροσκοπικές αιφνιδιαστικές μεθόδους στις μέρες της ίδιας χρηματοπιστωτικής βίας οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά απαιτεί τα ιμάτια, το αίμα και τη ζωή της.
Σε μια μικροπραγματεία μου με τίτλο «Από την παρ’ ολίγον Ελλάδα» και υπότιτλο «Αντίλογος στην ευρωαγυρτεία και τον πνευματικό νεοπλουτισμό» το 2.000, όταν ακόμα η Ευρώπη ήταν μια αυταπάτη και σε χρόνο ανυποψίαστο από την επερχόμενη συντριβή του λεγόμενου μεσαίου χώρου, είχα ορίσει «τον χώρο αυτό της εξουσίας να επεκτείνεται από την οικονομική τρομοκρατία του κεφαλαίου και τον αμοραλισμό των πολιτικών εκφραστών της με τη σκανδαλώδη και διακριτική αμνησία των μέσων της επικοινωνίας ως την πολιτική φεουδαρχία της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατείας», γράφοντας ακόμα, ότι «ο μεσαίος αυτός χώρος αποτελεί μια νέα ιδεολογική, κοινωνική, πιθανόν, και βιολογική τάξη, που στο επικρατούν εγκεφαλικό ημισφαίριό της η μόνη πνευματική διέγερση που ενδημεί είναι η λίμπιτο των πλαστικών κομματικών σημαιών».
Μέσα από τις συνάψεις αυτής της εγκεφαλικής ανοημοσύμης αυτής της τάξης πέρασε σε μια πολιτική σκυταλοδρομία ο ηθικός αμοραλισμός του ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό και την αυταπάτη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιστημονικά μεθοδευμένη επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στη μεσαία τάξη, με οδήγησε ένα βράδυ αγρύπνιας και πόνου, δίπλα στον πόνο της Jagie, να ξεφυλλίσω ένα από τα νεανικά έργα του Μαρξ, που γράφτηκε ανάμεσα στο 1843 – 1844, το «Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Kritik des Hegelschen
Staatsrechts», που σε ελληνικές μεταφράσεις το συναντάμε με την όχι και τόσο ακριβή απόδοση «Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου».
Στη συμπεριφορά, λοιπόν, της μεσαίας τάξης της Γερμανίας του 19ου αιώνα, όπως την καταγράφει ο Μαρξ στο έργο αυτό, βλέπουμε την εικόνα της σημερινής μεσαίας τάξης της χώρας μας, όχι γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά γιατί, κατά την ταπεινή άποψή μου, η ωριμότητα της ταξικής συνείδησης στη χώρα μας άργησε να αποκτήσει ταξικά αντανακλαστικά, για το λόγο ότι η τάξη αυτή, η μεσαία τάξη, είχε λανθασμένη οριοθέτηση στον μεγαλοαστικό χώρο, αποδίδοντας χαρακτηριστικά ταξικού κοινωνικού status στην πρόσκαιρη και ευκαιριακή ευδαιμονία της.
Ο κάθε, λοιπόν, Έλληνας που αποκτούσε μια μικροϊδιοκτησία, συνήθως, κατοικίας με τραπεζικό δανεισμό, απαρτίωνε στην ταξική του συνείδηση μια αυταρέσκεια ιδιοκτησιακής συνείδησης, που δεν αποτελούσε, όμως, μια ιδιοκτησία μέσου παραγωγής, για την ένταξή του στο χώρο του κεφαλαίου, αλλά χρησιδάνειο παροδικής εικονικής ευημερίας, που ευνούχιζε και αποπροσανατόλιζε την ταξική του συνείδηση, κάνοντάς του μισθοφόρο του κεφαλαίου και ορκισμένο εχθρό του προλεταριάτου.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα έναν ιδεολογικό παλιμπαιδισμό της μεσαίας τάξης, που δεν έφτασε να στραφεί ποτέ κατά της τάξης που εκμεταλλευόταν την εργατική της δύναμη και την κοινωνική της δυναμική, αλλά έμεινε στη νηπιακή σύγκρουση με την κατώτερη τάξη της, που κατά τη φαντασίωσή της απειλούσε τον φετιχισμό της ψευδαίσθησης της μικροϊδιοκτησίας της, η οποία μικροϊδιοκτησία της δεν παρήγαγε πλούτο στην τάξη αυτή, αλλά στη χρηματοπιστωτική τάξη των δανειστών της, η οποία τάξη των δανειστών της με τη σειρά της, όταν είδε να απειλείται η αλυσίδα αυτή της παραγωγής του πλούτου πέταξε τα μεσαία αυτά στρώματα στα κοινωνικά απόβλητα, όπως τόσο χαρακτηριστικά, επίσης, καταγράφει ο ενσαρκωτής της Μαρξιστικής ιδεολογίας σε πράξη με την Οκτωβριανή Επανάσταση, Λένιν, στο έργο του «Μαρξισμός και αναθεωρητισμός»: «ο καπιταλισμός αναδημιουργεί αναπόφευκτα μια ολόκληρη σειρά από μεσαία στρώματα…, που ξαναπετιούνται το ίδιο αναπότρεπτα στις γραμμές του προλεταριάτου».
Η ανωριμότητα της ταξικής συνείδησης και της κοινωνικής αυτογνωσίας της μεσαίας τάξης της χώρας μας καταδεικνύεται και από το γεγονός, ότι στο πλαίσιο των δημοκρατικών ελευθεριών που της παραχωρήθηκαν από το σύστημα της σύγχρονης εκμετάλλευσης, εμπιστεύθηκε με πολιτικά και όχι ταξικά κριτήρια τις ελπίδες της σε ένα καιροσκοπικό υβριδικό μόρφωμα δήθεν αριστερών προθέσεων αλλά ακροδεξιών τακτικών, κατά το Ευαγγελικόν «τό μέν πνεύμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής» (Κατά Ματθαίον Ιερόν Ευαγγέλιον 26,41), να καθοδηγήσει την έξοδό της από την κρίση, αγνοώντας ότι οι ταξικοί αγώνες δεν κερδίζονται με δημοκρατικά, αλλά με επαναστατικά μέσα, γιατί κανείς από την τάξη αυτή δεν είχε ακούσει ή αν είχε ακούσει, είχε, σίγουρα, παρανοήσει τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, όπως καθορίστηκε στο έργο «Τι να κάνουμε» του 1902 του Λένιν η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία και την πολιτική και κομματική πρακτική.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο έργο του Μαρξ «Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Kritik des Hegelschen Staatsrechts», σταχυολογώντας ένα σύντομο απόσπασμα, που δείχνει την άμεση ιδεολογική σύγχυση ανάμεσα στη μεσαία τάξη της Γερμανίας του 19ου αιώνα και της Ελλάδας σήμερα:
«… η εμπιστοσύνη που τρέφει στον εαυτό της η γερμανική μεσαία τάξη, στο ηθικό πεδίο, δεν στηρίζεται παρά στη συνείδηση ότι είναι ο καθολικός εκπρόσωπος της φιλισταϊκής** μετριότητας όλων των άλλων τάξεων. Δεν είναι μόνο οι Γερμανοί βασιλιάδες που ανεβαίνουν στο θρόνο mal à propos***, όλες οι σφαίρες της κοινωνίας των ιδιωτών γνωρίζουν την ήττα πριν γιορτάσουν τη νίκη τους, υψώνουν
το φράγμα τους πριν ξεπεράσουν το φράγμα που τις σταματά, δείχνουν τη μετριότητα τους πριν μπορέσουν να δείξουν το μεγαλείο τους, έτσι ώστε ακόμη και η ευκαιρία να παίξουν ένα μεγάλο ρόλο έχει παρέλθει πριν ακόμη εμφανιστεί και κάθε τάξη, αμέσως μόλις αρχίσει την πάλη με την τάξη που βρίσκεται πάνω από αυτήν, έχει κιόλας εμπλακεί στην πάλη με την τάξη που βρίσκεται κάτω από αυτήν. Οι ηγεμόνες βρίσκονται σε πάλη με τη βασιλεία, ο γραφειοκράτης με την αριστοκρατία, ο αστός με όλους αυτούς, ενώ ο προλετάριος αρχίζει ήδη την πάλη με τους αστούς. Αμέσως, μόλις, τολμήσει η μεσαία τάξη να ενστερνισθεί την ιδέα της χειραφέτησης, η εξέλιξη των κοινωνικών συνθηκών και η πρόοδος της πολιτικής θεωρίας κάνουν φανερό ότι η ίδια αυτή η οπτική έχει ξεπεραστεί η έχει τουλάχιστο γίνει προβληματική».
Το ερώτημά μου, κλείνοντας αυτό το σύντομο σχόλιο, είναι αν η ελληνική μεσαία τάξη είναι σε θέση να περάσει το φράγμα της μετριότητας προς το μεγαλείο και να στηρίξει τη νίκη της μετά τη συντριβή της από τη χρηματοπιστωτική βία, μια ταξική βία που ενίσχυσε τα άλλοτε εθνικά της χαρακτηριστικά που διέθετε την περίοδο του παραγωγικού καπιταλισμού με τους αδελφούς ιμπεριαλιστικούς ευρωατλαντικούς μηχανισμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ) του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
* Jean Baudrillard (1929 – 2007). Γάλλος κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και θεωρητικός του πολιτισμού.
** Ο χαρακτηρισμός του φιλισταίου αποδίδεται σε άτομα με περιορισμένες αντιλήψεις, που έχουν ως επακόλουθο τη μικρόψυχη, εγωιστική και υποκριτική συμπεριφορά.
*** Αντισυμβατικά, ανορθόδοξα, αντίθετα με τους κανόνες. Είναι στη γαλλική γλώσσα στο αρχικό γερμανικό κείμενο του Μαρξ.
ΔΑ