Μανούλα, ποῦ ἤσουν;
Ὅλος μου ὁ κόσμος ἤσουν ἐσύ! Ὅλη μου ἡ ζωή ἤσουν ἐσύ!
Κάθε πού ἅπλωνες τό τρυφερό σου χέρι πάνω στήν κοιλιά σου γιά νά μέ ψαχουλέψεις ἕνα ζεστό χάδι ἁπλωνόταν μεμιᾶς καί μ᾽ ἀγκάλιαζε στοργικά καί ὅλα τότε γίνονταν φῶς καί χρῶμα. Ἦταν λές καί μεσουρανοῦσε ὁ ἥλιος κι ἄς ζοῦσα μέσα στό σκοτάδι. Ἄκουγα τή φωνή σου καί παρακαλοῦσα νά μήν σταματοῦσες ποτέ νά μιλᾶς. Κανένα τραγούδι δέν ἦταν πιό μελωδικό από τή δική σου φωνή, μανούλα.
Ζούσαμε μαζί. Ἐσύ κι᾽ ἐγώ, ἕνα σῶμα, μιά καρδιά, μιά ψυχή…Μέ ἔπαιρνες παντοῦ. Στή δουλειά, στό σπίτι, στήν ἀγορά, στίς ἐπισκέψεις μέ τίς φίλες σου, στίς βόλτες μέ τόν πατέρα, παντοῦ! Καί χαιρόσουν τόσο πολύ νά μιλᾶς γιά μένα. Κι᾽ ἐγώ κλωτσοῦσα τότε μέ τά ποδαράκια μου γιά νά δηλώσω τήν παρουσία μου. Ἦταν ὁ μόνος τρόπος, ἀφοῦ δέν μποροῦσες ν᾽ ἀκούσεις τή φωνή μου. Καί μέ νοιαζόσουν μανούλα. Ἤθελες γιά μένα πάντα τό καλύτερο… Προσπαθοῦσες νά τρέφεσαι σωστά γιά νά μπορῶ κι᾽ ἐγώ νά τρέφομαι σωστά… Ἄλλαξες ἕνα σωρό συνήθειες γιά μένα… Ἀπό τήν στιγμή πού πλάστηκα στήν κοιλίτσα σου ἤμουν σέ ὅλα ἡ πρώτη σου προτεραιότητα. Μέ φρόντιζες τόσο πολύ κι᾽ ἄς μήν μέ εἶχες ἀκόμα δεῖ.
Οὔτε ἐγώ σέ εἶχα δεῖ ἀλλά σέ ἤξερα κιόλας πολύ καλά. Καταλάβαινα ἀπό τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου πότε ἤσουν χαρούμενη, πότε κουρασμένη, πότε λυπημένη, πότε ἀναστατωμένη… Ὅλα μοῦ τά ψιθύριζαν οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς σου….Ὅλα κι᾽ ἄς ἤμουν μιά σταλίτσα μανούλα. Καί πόσο ὄμορφα μοῦ μιλοῦσες ὅταν εἴμασταν μόνοι. Μοῦ ὑποσχόσουν πώς θά μέ ἀγαποῦσες πολύ, πώς θά μ᾽ ἀγαποῦσες γιά πάντα. Πώς θάδινες καί τή ζωή σου ἀκόμα γιά μένα….Εἶχες κάνει ὄνειρα γιά μένα μανούλα…Καί ἐγώ ὅμως εἶχα ὄνειρα: νά γεννηθῶ καί νά γνωρίσω αὐτόν τόν κόσμο στόν ὁποῖον ζοῦσες καί ἐσύ. Μοῦ φαινόταν ἀπίστευτα ὄμορφος, γιατί μέσα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο θάσουν καί ἐσύ. Καί τίποτε δέν μέ τρόμαζε, ἀφοῦ ἐσύ θά ἤσουν ἐκεῖ γιά μένα…νά μοῦ μάθεις τίς πρῶτες μου λεξούλες…τά πρῶτα μου βήματα…τά πρῶτα μου γράμματα…τίς πρῶτες μου ζωγραφιές…
Κι᾽ ἐγώ χαιρόμουν… καί ἀδημονοῦσα πότε θά ἔβγαινα ἀπό αὐτό τόν ὑγρό σάκκο γιά νά δῶ τά μάτια σου, τό χαμόγελό σου, νά γευτῶ τό μητρικό σου γάλα, τήν ζεστασιά τῆς ἀγκαλιᾶς σου, νά κοιμηθῶ μέ τό νανούρισμά σου, νά ξυπνήσω μέ τό τραγούδι καί τό χάδι σου. Νά γνωρίσω καί τόν πατέρα μου, αὐτόν πού μαζί κάνατε ὄνειρα γιά τόν ἐρχομό μου, αὐτός πού συνέχεια σ᾽ ἔλεγε «ἀγάπη μου». Μά ὅμως καί σύ ἔτσι τόν ἔλεγες καί ἐγώ θαρροῦσα πώς ἔχετε τό ἴδιο ὄνομα…Μά καί μένα ἔτσι μ᾽ ἔλεγες.. καί σκέφτηκα ὅτι ὅλοι θάχαμε τό ἴδιο ὄνομα καί μπερδεύτηκα κάπως. Φυσικά ἐμένα μοῦ ἔλεγες καί πολλά ἄλλα. Ἔλεγες πώς ἤμουν τό φῶς σου, ὁ ἄγγελος σου, ἡ καρδιά σου, ἡ ζωή σου… Καί ἐγώ χαιρόμουν, χαιρόμουν πολύ…
Προσπαθοῦσα νά σέ φανταστῶ πῶς ἔμοιαζες…Στό τέλος σιγουρεύτηκα. Ἤσουν ἡ πιό ὄμορφη, ἡ πιό γλυκειά, ἡ πιό τρυφερή μανούλα πού θά μποροῦσα νά ἔχω. Ὦ πόσο λαχταροῦσα νά σέ συναντήσω καί πόσο ἀργά περνοῦσαν οἱ ὧρες μανούλα. Μά ξαφνικά ἦρθαν τά πάνω κάτω…κάποιος μέ κρύα παγερή φωνή μίλησε γιά ἀνωμαλία στήν κύηση καί τότε ἡ κοιλιά σου σφίκτηκε μαζί μέ τήν καρδιά σου…ἐγώ δέν ἤξερα τί νά ὑποθέσω…ἀνησύχησα κι᾽ ἐγώ κι᾽ ἄς μήν καταλάβαινα ὅλες ἐκεῖνες τίς ὁρολογίες περί χρωμοσωμάτων…«θά φύγει ἀπό ἐδῶ ἡ μανούλα μου» σκέφτηκα «κι᾽ ὅταν μοῦ τραγουδήσει ὅλα θά γίνουν ὄμορφα καί πάλι, ὅλα θά γίνουν φῶς»…μά δέν ξανατραγούδησες μητέρα…μόνο ἔκλαιγες…κι ἐγώ ἤθελα τόσο πολύ νά μποροῦσα νά σοῦ πῶ ἕνα τραγούδι… νά σοῦ θυμήσω τά ὄνειρά μας μά δέν μ᾽ ἄκουγες μανούλα…ἡ φωνή τοῦ γιατροῦ ἦταν πιό δυνατή ἀπό τήν δική μου…καί σέ λίγες μέρες πάλι πῆγες σ᾽ αὐτόν…καί σοῦ ἔδωσαν φάρμακα πού μοῦ προξένησαν πόνους…σφάδαζα ἀπό τούς πόνους καί κανείς δέν ἦταν ἐκεῖ νά μέ βοηθήσει…κι᾽ ὕστερα κάτι κρῦες κοφτερές λεπίδες τρύπησαν τό σάκκο πού βρισκόμουν κι᾽ ἄρχισαν νά μέ πετσοκόβουν χωρίς οἶκτο…χέρια… πόδια…κεφάλι…ὅλα κι´ ἐγώ φώναζα «μανούλα πονῶ…μανούλα μέ σκοτώνουν…μανούλα ποῦ εἶσαι; μοῦ ὑποσχέθηκες μανούλα πώς θά μέ προστάτευες…μά τώρα ποῦ εἶσαι; τώρα γιά μένα τέλειωσαν ὅλα… ἡ ζωή μου ἔσβησε πρίν κἄν ἀρχίσει… τώρα, δέν θά δῶ ποτέ τό φῶς…δέν θά δῶ ποτέ τά μάτια σου…δέν θά ἀκούσω ποτέ τό τραγούδι σου…μανούλα γιατί;…ποῦ ἤσουν μανούλα καί τούς ἄφησες νά μέ σκοτώσουν καί νά μέ ρίξουν στά σκουπίδια; ἐμένα; τόν ἄγγελό σου, τήν καρδιά σου, τό σπλάχνο σου; ἤθελα πολύ νά ζήσω μανούλα…μά κανείς δέν ἄκουσε τήν δική μου φωνή…κανείς, οὔτε κἄν ἐσύ…μανούλα ποῦ ἤσουν;»
Παναγιώτα Σκόφιλτ
Λεμεσός -Κύπρος
99524024